Ο «Φοίβος» της Ιρένε Τζανάκου

εκδ.ΙΑΝΟΣ

(Σ. Κουγέας, παρουσίαση 7/4/12)

Ένα βιβλίο κοντά 400 σελίδων, φιλοδοξεί και επιτυγχάνει να συγκεντρώσει το σύνολο του πρωτογενούς υλικού που αφορά στο Φοίβο Απόλλωνα.

Από τα τεκμήρια των αρχαϊκών χρόνων με σημείο εκκίνησης τα Ομηρικά έπη στις ένθετες αφηγήσεις του Παυσανία και στον Κουίντο το Σμυρναίο του 4 μ.Χ. αιώνα·

ένα ταξίδι σε χρόνους και αφηγήσεις, σε πίστεις και αντιλήψεις· ταξίδι με γλώσσα ελεύθερη, χωρίς προκαταλήψεις και κανονιστικότητες που περιορίζουν.

Λόγος χειμαρρώδης, αφηγηματικός μετατρέπει τα παραθέματα από φιλολογικά αποθησαυρίσματα σε ζωντανή αφήγηση· τοποθετεί τον μύθο στη θέση που του αρμόζει, μύθος με τα εξωλογικά στοιχεία και τις αιτιολογικές σχέσεις…

Στον πρόλογό της η Ρενέ Τζανάκου γράφει για το βιβλίο της: “Αυτό το βιβλίο είναι μια μελέτη, μια προσπάθεια και μια περιδιάβασις στα κείμενα των αρχαίων μυθογράφων προκειμένου ν’ αποκτήσει ο αναγνώστης  μια ολοκληρωμένη εικόνα του πλέον αγαπητού θεού των Ελλήνων, του χρησμοδότου, του ιατρού, του μουσικού, του επιδέξιου στην χρήση του τόξου του ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ, ώστε να γίνει κατανοητό ότι ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδος είχε ως αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης μόνον τον άνθρωπο, τον Κούρο ή την Κόρη, ανυψώνοντάς τους σ’ ένα ιδεώδες από το οποίο αποκαλύπτεται το θείο”. (σελ. 14).

Η αποφθεγματική αυτή δήλωση θέτει στόχους πολύ υψηλούς αφού επιχειρεί να προσεγγίσει αντιλήψεις, συμπεριφορές, εν τέλει πολιτισμό· και για το λόγο αυτό η επίτευξη των στόχων δεν θα μπορούσε να  επιχειρηθεί, παρά μόνον αν τα τεκμήρια της «αρχαίας ελληνικής σκέψης» ήταν στη διάθεσή μας! Η Ρενέ Τζανάκου αυτό ακριβώς συνειδητοποίησε και παραθέτοντας ένα πλουσιότατο υλικό τεκμηρίων, αφήνει τον αναγνώστη της  να προσεγγίσει και να διαισθανθεί το αξιακό σύστημα των ανθρώπων που κατοικούσαν σε τούτο τον τόπο πριν 2.500 χρόνια:

«αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης ο άνθρωπος», γράφει· εκείνος που γνωρίζει και καθοδηγεί (ο χρησμοδότης), εκείνος που περιθάλπει και στέκει αλληλέγγυος (ο ιατρός), εκείνος που ευφραίνει και γαληνεύει (ο μουσικός), εκείνος που επιδέξια επιτυγχάνει το στόχο του (ο επιδέξιος τοξότης).

Ήδη από τις πρώτες αράδες η Τζανάκου προϊδεάζει για ό,τι ανιχνεύεται στις επόμενες σελίδες, γι’ αυτό το πρότυπο, γι’ αυτό το ιδανικό, θα λέγαμε, αντίληψης που αντανακλά συμπεριφορές φωτοδότη σε μας τους αποδέτες του βιβλίου που βιώνουμε την κρίση της κοινωνικής και πολιτειακής συνοχής.

Το τελευταίο δημιούργημα της Ρενέ Τζενάκου είναι μια συνάντηση κειμένων και σπαραγμάτων συγγραφέων, απομεινάρια πολιτισμού που κάθε ένα τους αποτελεί μια ψηφίδα του μωσαϊκού από το οποίο αναδύεται το ωραίο, το σημαντικό, το πρότυπο, στοιχεία που κατά τη Τζενάκου, συνέχονται στη μορφή του Απόλλωνα. Και το εγχείρημά της δεν είναι απλό· είναι δύσκολο, εξαιτίας του απέραντου υλικού το οποίο καλείται να τιθασεύσει.

Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο όχι μόνον για τον ειδικό· απευθύνεται εξίσου στον απλό αναγνώστη, με τις πληροφορίες, τα σχόλια, τις ερμηνείες και το indexing στο τέλος του βιβλίου που διευκολύνει τη διαχείριση του πληροφοριακού πλούτου.

«Περιδιαβάζοντας», όπως λέει η ίδια, σε κείμενα και τόπους που αφορούν τον θεό Απόλλωνα, ο αναγνώστης εισέρχεται σε έναν άλλο κόσμο, εκείνο των μύθων, των μαντείων, της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Άλλωστε εύκολα  συνεπαίρνεται από την αβίαστη γραφή της Ρενέ Τζενάκου και σπειροειδώς, θα έλεγα, ο αναγνώστης βυθίζεται σε ένα χώρο που φωτίζει και αποκαλύπτει.

Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου και μια στάση. Μια στάση απέναντι στα πράγματα και στην πορεία εντέλει του θεού μέσα σε κάμποσους αιώνες.

Στάση πρώτη στην ανάγνωση του βιβλίου:

«Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα οι αιγυπτιακές θεότητες είχαν αρχίσει να λατρεύωνται γύρω στο έτος 350-340 π.Χ.»,  γράφει η συγγραφέας ξετυλίγοντας το νήμα της σχέσης των ελληνικών θεοτήτων με εκείνων των Αιγυπτίων. Και συνεχίζει: «…Ενώ ακόμη η Ρέα κυοφορούσε την Ίσιδα και τον Όσιρι πραγματοποιήθηκε από τους δύο αυτούς θεούς η γένεσις του Απόλλωνος. Η αλληγορική έννοια αυτής της παραδόσεως είναι ότι, πριν να γίνει ο ορατός κόσμος και να συντελεσθεί η ύλη από τον Λόγο, η Φύσις ελέγχοντας τον εαυτό της εδημιούργησε ατελή την πρώτη γένεση. Γι’ αυτό λέγεται ότι ο Θεός αυτός, γεννήθηκε στο σκοτάδι, ανάπηρος και τον αποκάλεσαν πρεσβύτερον Ώρον, αφού δεν υπήρχε κόσμος αλλά κάποιο είδωλο, ένα φάντασμα του μέλλοντος. (Πλουτ. 373Β-C)

Μύθος αιτιολογικός: Αφού το φως δεν μπορεί να προϋπάρχει του εαυτού του, αφού το φως γεννιέται από το μη-φως, και η γένεσή του σημαίνει την άρση του αντίθετού του, του σκότους.

Ακολουθεί η παράθεση του Ομηρικού Ύμνου (131-132)

Είη μοι κιθαρίς τε φίλη και καμπύλα τόξα

Χρήσω δ’ ανθρώποις ΔΙΟΣ νημερτέα βουλήν

 

(Ας είναι η κιθάρα μου και τα καμπύλα τόξα μου αγαπημένα

και στους ανθρώπους θα προειπώ την αλάνθαστη του Δία βουλή)

Η αρμονία και η ευστοχία είναι εκείνα που χρειάζονται για να διακρίνουμε πέρα από τα όρια που η φύση και το παρόν μας ορίζει  και στα οποία μας περιορίζει.  Αρμονία, γιατί αυτό επιδιώκουμε· ισόρροπες τάσεις σε μια κοινωνία που όλο διαταράσσεται κι όλο αναζητά νέες ισορροπίες. Ευστοχία, γιατί οι επιλογές για κάθε αλλαγή, πρέπει να είναι οι κατάλληλες ώστε να επιτευχθεί η ζητούμενη αρμονία που δεν είναι άλλη από την ουσία του Λόγου.

Η αρχαία ελληνική αντίληψη του κόσμου ξετυλίγεται, και ο μύθος, τεκμήριο παραβολικού λόγου, παρατιθέμενος μας προκαλεί για αντιστοιχίες και αντιστίξεις, για ερμηνείες και συμπεράσματα.

Από κάποιο σημείο και μετά η διάθεση για να αφουγκραστούμε και να αναλογιστούμε χάνεται, καθώς τα ενοποιημένα σπαράγματα «συν-μορφώνουν» μια ενιαία αφήγηση που με τον αβίαστο λόγο της Τζανάκου, παρασύρει τον αναγνώστη στο μύθο· στα παθήματα του θεού, στους έρωτές του, στην αξιοποίηση της μορφής του σε όλο εκείνο το φάσμα των αιτιολογικών μύθων.

Δεν θα μπορούσαμε να μη σταθούμε  στον υπέροχο μύθο της Δρυόπης: (διαβάζω σελ. 67)

Ἡ Δρυόπη ἦταν μονάκριβη θυγατέρα τοῦ Δρύοπος, ἐπωνύμου τοῦ λαοῦ τῶν Δρυόπων, υἱοῦ τοῦ ποταμοῦ Σπερχειοῦ καί τῆς Πολυδώρας, κόρης τοῦ Δαναοῦ. Τό βασίλειο τοῦ Δρύοπος ἦταν στήν Οἴτη καί σ’ αὐτήν τήν  περιοχή ἡ Δρυόπη ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ  πατέρα της. Αὐτήν ἀγάπησαν οἱ Ἀμαδρυάδες, οἱ νύμφες τῶν δένδρων οἱ ὁποῖες ζοῦσαν μέ τό δένδρο καί  πέθαιναν μαζί του, τήν ἔφεραν στήν συντροφιά τους καί τῆς ἔμαθαν νά ὑμνῆ τούς θεούς καί νά χορεύη. Ὁ ΑΠΟΛΛΩΝ ἀντίκρυσε τήν Δρυόπη ἀνάμεσα στίς ἄλλες κοπέλες νά τραγουδᾶ καί νά χορεύη καί τήν ἀγάπησε. Γιά νά τήν πλησιάση, μεταμορφώθηκε σέ χελώνα. Ἡ Δρυόπη διασκέδασε μαζί μέ τίς νύμφες βλέποντας τήν χελώνα καί ὡσάν νά ἦταν παιχνίδι τήν  πῆρε στά γόνατά της. Ἀμέσως ἡ χελώνα μεταμορφώθηκε σέ δράκο καί ἐνῶ οἱ Ἀμαδρυάδες φοβισμένες τήν ἐγκατέλειπαν ὁ ΑΠΟΛΛΩΝ-Δράκος ἑνώθηκε μέ τήν Δρυόπη. Τρομοκρατημένη ἡ Δρυόπη ἔτρεξε στό σπίτι της, ἀλλά δέν ἀνέφερε τίποτα στούς γονεῖς της.Ὕστερα ἀπό λίγο διάστημα παντρεύτηκε τόν υἱό τοῦ Ὄξυλου Ἀνδραίμονα καί γέννησε τόν υἱό τοῦ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ, τόν Ἄμφισο, ὁ ὁποῖος ἀνδρώθηκε γρήγορα, ξεπέρασε ὅλους τούς ἀνθρώπους στήν δύναμι καί ἔχτισε κοντά στό ὄρος Οἴτη πόλι στήν ὁποίαν ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ ὄρους. Στήν Δρυοπίδα ἵδρυσε ἱερό τοῦ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ καί διαδέχθηκε τόν Δρύοπα στήν βασιλεία.

Κάποια ἡμέρα, ἐνῶ ἡ Δρυόπη μετέβαινε σ’ αὐτό τό ἱερό οἱ φίλες της, οἱ νύμφες Ἀμαδρυάδες, τήν ἔκρυψαν στό δάσος καί ἀντί ἐκείνης ἐφύτρωσαν μία λεύκη καί κοντά της νά ἀναβρύση  πηγή νεροῦ.

Ὁ Ἄμφισσος ἵδρυσε ἱερό τῶν νυμφῶν  πρός τιμήν τῆς μητέρας του καί  πρῶτος καθιέρωσε ἀγῶνα δρόμου.

(Μ. Παπαθωμόπουλου, Ἀντων. Λιβ.μετάφρ. 32).

 

Πόσο κοντά στα λαϊκά μας παραμύθια το παράθεμα τούτο! Εκείνα τα παραμύθια που συνέλεξε ο Πολίτης και ο Μέγας. Πόσο κοντά στο Δάφνοκουκουδάκι, ή το υπέροχο παραμύθι της Δράκας ο γιος. Τα παραμύθια από τότε ως σήμερα κρατούν τις ίδιες γραμμές και θα λέγαμε πως τα παραμύθια που η γερόντισσα του περασμένου αιώνα αφηγείτο είχαν αρχέτυπα εκείνους τους μύθους των αρχαϊκών χρόνων. Μύθοι και παραμύθια που επιτελούν μια υπόγεια λειτουργία προκειμένου να καταστήσουν τον ακροατή πιο ευαίσθητο δέκτη κοινωνικών καταστάσεων: το παιδί που ήρθε στον κόσμο χωρίς  να γνωρίσει τον πατέρα του, είναι γόνος θεού, είναι γόνος ξεχωριστός. Κι η γυναίκα που εξαφανίζεται επανέρχεται στην κοινωνία σαν δέντρο, σαν νύφη, σαν ξωτικό. Οι παρεκκλίσεις στις συμπεριφορές στην αρχαία ελληνική αλλά και στη λαϊκή σκέψη δεν απορρίπτονται, αιτιολογούνται· αιτιολογούνται με τρόπο που να μην διαταράσσει τις κρατούσες σχέσεις αλλά και να μην εξαλείφει το διαφορετικό! Και εδώ συναντάμε το πραγματικό νόημα της αρμονίας όταν τα διαφορετικά συνθέτουν σύνολο ενιαίο και αδιάσπαστο· εδώ συναντάμε  την κοινωνία που δέχεται και σέβεται το «άλλο», το διαφορετικό, το παρεκκλίνον, το αξιοποιεί και το τιμά.

Κι ο Απόλλωνας κατατρεγμένος πριν να δει το φως, γεννιέται από τη Λητώ στο ξερονήσι της Δήλου. Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να σημειώσω  την αναλογία που αυτή η γένεση του Απόλλωνα έχει με τη γένεση του Ιησού. Μαρία και Λητώ κυνηγημένες απαγκιάζουν, η πρώτη στο στάβλο, η δεύτερη στο νησί που για χάρη της γέννας της ξεπήδησε από τη θάλασσα, για να γεννήσουν τις μορφές εκείνες που θα γαληνέψουν τον κόσμο που θα διδάξουν την αρμονία.

 

Λίγες σελίδες πιο κάτω θα διαβάσουμε για τα «δελφικά παραγγέλματα» που απέχουν από τις δέκα εντολές της Ιουδαϊκής παράδοσης καθώς δεν ορίζουν «μόνο τη θρησκευτική ζωή και την ηθική συμπεριφορά, αλλά και την αρμονική συμβίωση και την προστασία του προσωπικού συμφέροντος».

Η σκέψη των Αρχαίων Ελλήνων είχε στο επίκεντρο τον άνθρωπο, «την κόρη και τον κούρο», τον πυρήνα της κοινωνίας και την κοινωνία που τους περιβάλλει. Οι κανόνες αυτοί απαρτίζουν, θα λέγαμε το εγκόλπιο της ευτυχούς κοινωνίας. «Ομοίως σέβου θεούς και γονέας, φίλοι βοήθοι, γυναικός άρχε,» αλλά και «μελέτα το παν, νόμω πείθου…» για να σταχυολογήσω κάποια από τα παραγγέλματα που η Ρενέ Τζενάκου παραθέτει στη σελίδα 87.

 

Κι αφού περάσαμε από την προσωπικότητα του Απόλλωνα στους έρωτες και τα τέκνα του, σε τούτο το ταξίδι ανάμεσα σε δοξασίες και ερείπια, οδηγούμαστε στους Δελφούς, στον τόπο του Θεού.

Η προσωπικότητα του Απόλλωνα είναι συνυφασμένη με τους Δελφούς. O σημερινός επισκέπτης πατά το χώμα του ιερού αυτού τόπου με ευλάβεια και βλέπει όσα «υπερχθόνια» αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη. Αναμφισβήτητα οι αρχαιολόγοι συλλέγοντας  μικρά και μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα μας χάρισαν αυτόν το υπέροχο προορισμό των Δελφών.  Η ιερότητά του όμως, δεν οφείλεται στους φθαρτούς θησαυρούς που οι πόλεις έστησαν, στο στάδιο, τα ιερά, τον ομφαλό που σήμερα θαυμάζουμε και διδαχτήκαμε ως το «φως» της αρχαιότητας.

Η ιερότητα του χώρου οφείλεται στα όσα «υποχθόνια» ποικίλα ξόμπλια υφάνθηκαν, με κόπο πνεύματος και κατάθεση πολιτισμού μέσα στα χρόνια, για να προκύψει το πολύχρωμο ύφασμα του αρχαιοελληνικού μύθου. Αυτός ο Λόγος που συναρμόζει το μύθο με την πραγματικότητα, το φαίνεσθαι με το είναι, αντλείται από τη αρχαιοελληνική φαντασία και σκέψη και διαμορφώνει την έννοια της ιερότητας: το προϊόν μιας σκέψης που τολμά και επιτυγχάνει να δει πέρα από το απτό και το ορατό.

Κι αυτό ασυναίσθητα το περνά στην αφήγησή της η Ρενέ Τζενάκου στον αναγνώστη της. Ξεναγώντας μας στο χώρο των Δελφών δεν εκκινείται από μια αναφορά στο χώρο και στα ευρήματα. Αποφεύγει την εύκολη εκκίνηση από την τοπιογραφία και επιλέγει να μιλήσει για όλα εκείνα που απέδωσαν την ιερότητα στο χώρο, εκείνο το «είναι» που συχνά κρύβεται πίσω από το φαίνεσθαι:

Διαβάζω από τη σελίδα 78:

«Σύμφωνα μέ τήν  παράδοση, τά  παλαιά χρόνια οἱ αἶγες εἶχαν ἀνακαλύψει τό μαντεῖο. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκονται τά ἐρείπια τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ ὑπῆρχε ἕνα χάσμα. Ἐπειδή ἡ  περιοχή αὐτή δέν εἶχε ἀκόμη κατοικηθή, οἱ αἶγες εὕρισκαν ἄφθονη τροφή. Ὅσες δέ ἀπό αὐτές  πλησίαζαν  πολύ κοντά στό χάσμα, ἔβγαζαν  περίεργες φωνές καί πηδοῦσαν μ’ ἕναν  παράδοξο τρόπο. Χάριν αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ δελφοί μεταχειρίζονται τίς αἶγες ὅταν συμβουλεύωνται τούς χρησμούς.»

Θα διαβάσω ένα ακόμα απόσπασμα που προεκτείνει τη σκέψη μας γύρω από τη σχέση «του είναι και του φαίνεσθαι», τη δυνατότητα ανάπτυξης του κόσμου πέρα από τα όρια της αναγεννησιακής λογικής.

«..ἀνάμεσα στήν ψυχή καί στό προφητικό πνεῦμα ὑπάρχει ἡ ἴδια σχέσις ὅπως ἀνάμεσα στά μάτια καί στό φῶς, τά ὁποῖα ἀπό τήν φύσι τους συμπληρώνονται. Τό μάτι, ἄν καί ἔχει τήν ἱκανότητα νά βλέπη, δέν εἶναι δυνατόν νά τήν ἐξασκήση χωρίς τό φῶς. Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ προφητική δύναμις τῆς ψυχῆς ὡσάν ὀφθαλμός αὐτῆς ἔχει ἀνάγκη ἀπό κάτι τό ὁποῖο ὄντας οἰκεῖο θά τήν διεγείρη καί θά τήν ἐξάψη. Γι’ αὐτόν τόν λόγο πολλοί ἀπό τούς  προγενέστερους ἀνθρώπους θεωροῦσαν τόν ΑΠΟΛΛΩΝΑ καί τόν Ἥλιο ὡς ἕνα καί τόν ἴδιο θεό. Ἀλλά ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν καί τιμοῦν τήν σοφή καί ὡραία ἀρχή τῆς ἀναλογίας, θά συμπεράνουν ὅτι, ὅπως εἶναι ἡ σύνδεσις τοῦ σώματος  πρός τή ψυχή, εἶναι καί ἡ ὅρασις τοῦ ὀφθαλμοῦ πρός τόν νοῦν, τοῦ φωτός πρός τήν ἀλήθεια. Τό ἴδιο νόμιζαν ἐπίσης ὅτι ὑπάρχει ἀνάμεσα στήν δύναμι τοῦ ἡλίου καί στήν φύσι τοῦ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ. Ἀποφαίνονται δέ ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι μία ἀπόρροια καί ἕνα τέκνο τοῦ Φοίβου ὁ ὁποῖος ὑπάρχει  πάντα καί δημιουργεῖ χωρίς διακοπή, διότι ὁ ἥλιος ἐξάπτει καί  προάγει τήν δύναμι τῆς ὀράσεως ὅπως ὁ ΑΠΟΛΛΩΝ τῆς ψυχῆς τήν μαντικήν. »

Έτσι αρχίζει το κεφάλαιο Σίβυλλες.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον έμαθα για «το Ε του εν Δελφοίς». Τα όσα διατυπώνονται στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αποτελούν προβληματισμούς και σκέψεις γόνιμες όπως ακριβώς και το δελφικό «Ε».

(Σελ. 233) «Ὁ περιττός ἀριθμός θεωρεῖται γονιμώτερος τοῦ ἄλλου, ὅταν δέ ἑνωθῆ  πάντοτε ἐπικρατεῖ και οὐδέποτε κυριαρχεῖται, ἐπειδή ἀπό τήν ἕνωσι τῶν δύο ἀριθμῶν  προκύπτει ὁπωσδήποτε  περιττός ἀριθμός καί οὐδέποτε ἄρτιος. Ἀπό τήν ἕνωσι ὅμως δύο ἀρτίων ἀριθμῶν δέν δημιουργεῖται  ποτέ  περιττός ἀριθμός ἀλλά πάντοτε ἄρτιος καί οὔτε ξεπερνᾶ τά δικά του ὄρια. Ὄντας δηλαδή ἀτελής ὁ ἄρτιος ἀριθμός εἶναι ἀνίκανος νά γεννήση ἕναν ἀριθμό διαφορετικό ἀπό τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ὅταν οἱ  περιττοί ἀριθμοί ἑνώνονται μέ περιττούς,  πολλές φορές  προκύπτουν ἄρτιοι ἀριθμοί ἐπειδή εἶναι γόνιμοι σέ κάθε  περίστασι.» (Πλουτ.387Ε-388C).

Και το κεφάλαιο καταλήγει: «Η τελική διαπίστωσις οδηγεί στην βεβαιότητα ότι το «Ε», ο μοναδικός και ύψιστος θεός υπήρξε ο Δημιουργός, ο οποίος υπέταξε και οικοδόμησε την ύλη με γνώμονα την κυρίαρχη Τάξι και την Αρμονία».

Ο μύθος αρχή του Λόγου και της Δημιουργίας· και με τον «εν αρχή» μύθο θα κλείσω την παρουσίαση αυτή, ευχαριστώντας τη Ρενέ Τζενάκου για τον υπέροχο τόμο που μας χάρισε:

Σελ.304 .

«Ἡ ΗΡΑ ἔνιωθε ὀργή γιά ὅλες τίς γυναῖκες οἱ ὁποῖες ἐχάριζαν τέκνα στόν ΔΙΑ. Γιά τήν Λητώ εἶχε ἀφάνταστο θυμό, ἐπειδή θά γεννοῦσε ἕναν υἱό  πιό ἀγαπητό ἀπό τό δικό της τέκνο, τόν ΑΡΗ. Ἀπό τό ὕψος τοῦ αἰθέρος ἡ σύζυγος τοῦ ΔΙΟΣ  παρακολουθοῦσε τήν Λητώ καί εἶχε ἀπαγορεύσει κάθε ἄσυλο στήν γῆ γι’αὐτήν ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπό τίς ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Δύο φρουρούς εἶχε τοποθετήσει ἡ θεά οἱ ὁποῖοι ἐπόπτευαν τήν γῆ. Ὁ ἄφοβος ΑΡΗΣ βρισκόταν στό ὑψηλότερο σημεῖο τοῦ ὄρους Αἴμου τῆς Θράκης, ἔχοντας τά ὅπλα του καί τούς ἵππους του στό ἄντρο τοῦ Βορέως.

Ἡ Ἴρις, θυγατέρα του Θαύμαντος, παρακολουθοῦσε ἐπίσης ὅλα τά νησιά, ἀπειλώντας τα ἀπό ἕνα ἀκρωτήριο τῆς Μ. Ἀσίας στά νότια τῆς

Χίου.

Ἡ ΗΡΑ συνέχιζε νά καταδιώκη τήν Λητώ, ὅταν αὐτή ἐπισκέφθηκε τήν Ἀρκαδία καί ὅλην τήν Πελοπόννησο ἐκτός ἀπό τό Ἄργος, ὅπου ἡ Λητώ δέν ἐτόλμησε νά  πλησιάση, ἐπειδή ἦταν ὁ κλῆρος τῆς ΗΡΑΣ. Ὅταν ἔφθασε στόν Ἀσωπό τήν ἐχτύπησε κεραυνός καί ἔνιωσε βαριά τά γόνατά της.

Ὁ ΑΠΟΛΛΩΝ ἀγέννητος ἀκόμα στό κόλπο τῆς μητέρας του χολώθηκε κι ἐπρόφερε ἀπειλές στήν Θήβα. «Δυστυχισμένη, γιατί μέ  πιέζεις γιά μαντεύματα τῆς μοίρας σου; Δέν εἶναι ἀκόμη ὁ τρίπους στήν Πυθώ, οὔτε κατεβλήθη ὁ φοβερός Πύθων ὁ ὁποῖος σύρεται στό βάθος τοῦ Πλείστου  ποταμοῦ καί  περιστρέφει μέ ἐννέα κύκλους τόν Παρνασσό…». Ὁ ΑΠΟΛΛΩΝ θά συνεχίση νά  προφητεύη ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔχει γεννηθῆ καί ἡ ταλαίπωρη Λητώ θά συνεχίση τήν ἀπεγνωσμένη  πορεία της.