Τα μοιρολόγια: Τραγούδια του κάτω κόσμου και του Χάρου
Βραχέα τινά περί των μοιρολογίων των Μανιατών: σχεδόν πάντες οι Μανιάται μοιρολογούσι, αλλά και εις έκαστον χωρίον της Μάνης ευρίσκονται δύο ή τρεις εξακουστοί μοιρολόγοι. Κατά πάσαν κηδείαν, ότε όλον περίπου το χωρίον συνέρχεται είς τον οίκον του νεκρού, συμμετέχον του πένθους, οι μοιρολόγοι ούτοι εξάρχουσι του θρήνου, επαινούντες εν τοις μοιρολογίοις των τον νεκρόν και παραμυθούντες τους οικείους αυτού. Συμβαίνει δε πολλάκις οι συγγενείς του νεκρού να αποκρίνωνται δι΄αυτοσχεδίων στίχων αδομένων τον αυτόν μονότονον ήχον των μανιάτικων μοιρολογίων και ούτω συνάπτεται σπαρακτικός διάλογος των θρηνούντων.
Το μοιρολόγια ενέχουσιν άτεχνον μεν αλλά περιπαθή ποίησιν, και λαμπροί αδάμαντες κοσμούσιν πολλάκις στίχους ερρυθμοτάτους. (Αγις Θέρος, από τη Λαογραφία 1, 1909 σελ. 125-126)
Αυτά γράφει το 1909 ο Άγις Θέρος σε παρουσίαση άρθρου δημοσιευμένου στη Les monde Hellenique με τίτλο Les complaintes maniotes στον πρώτο τόμο του περιοδικού Λαογραφία. Και ίσως αυτή είναι και η πρώτη αναφορά στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με τα μανιάτικα μοιρολόγια.
90 χρόνια αργότερα, το 1998 προλογίζοντας ο Ζήσιμος Λορεντζάτος την έκδοση μοιρολογιών από την περιοχή της Αβίας της Δυτικής Μάνης που συγκέντρωσε ο παππούς μου, γράφει: “Τα μοιρολόγια της Μάνης είναι ένα κελάρι με διαμαντικά της ζωντανής γλώσσας”. Και ως παράδειγμα παραθέτει το στίχο “Σπαθιά να βρέξεις, ουρανέ , μαχαίρια να χιονίσεις” σχολιάζοντάς τον ως “ποιητική σύλληψη που δεν θα την αποτολμούσε κανένας επώνυμος ποιητής”.
Τα μοιρολόγια που συνέλεξε ο παππούς μου το 1904, κατ’ εντολήν και προτροπή του συμπατριώτη του και μέντορά του, του πατέρα της ελληνικής Λαογραφίας Νικολάου Πολίτη, εκδόθηκαν με φροντίδα του ομιλούντος το 2000 και αποτελούν τη βασική μου αποσκευή για την αναφορά στα μανιάτικα μοιρολόγια.
Κι είναι αλήθεια ότι η συλλογή αυτή περιέχει μια βεντάλια μοιρολογιών που αντιπροσωπεύουν τις περισσότερες αν όχι όλες τις κατηγορίες που ο συστηματικός μελετητής θα μπορούσε να διακρίνει:
Στίχοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, στίχοι ιαμβικοί οκτασύλλαβοι, τραγούδια που αναζητούν την αλήθεια για τον κάτω κόσμο, και τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις συναντάμε ως εισαγωγή σε οκτασύλλαβους με τους οποίους κατά κανόνα αναφέρονται στον νεκρό και εξιστορούν τα πάθη του οι ζωντανοί.
Θεέ μου, και να ταξίδευα αντάμα με τον Χάρο,
να ‘ν΄ το ταξίδι μου μακρύ κι ο δρόμος μου μεγάλος,
να κάτσω να τον ερωτώ για τους αποθαμένους:
τι κάνουν οι άρχοντες στη γης και οι πτωχοί στον Άδη
κι αν μεγαλώνουν οι μικροί και γένονται μεγάλοι
κι αν ξαρρωσταίνουν οι άρρωστοι και γαίνου οι λαβωμένοι
κι αν έρχονται στον τόπο τους οι ξενοπεθαμένοι.
Τραγούδι του Κάτω Κόσμου, τραγούδι που καταθέτει τον προβληματισμό των ζωντανών: οι άρχοντες και οι πτωχοί πώς είναι κάτω από τη γη; οι μικροί μεγαλώνουν; οι άρρωστοι κι οι λαβωμένοι άραγε να γίνονται καλά; να θάβονται στον τόπο τους όσοι πέθαναν στα ξένα;
Μα αν αφαιρέσουμε την ερωτηματική εκφορά από τα πιο πάνω, θα διαπιστώσουμε ότι οι στίχοι αυτοί περιέχουν τα ευκταία των ζωντανών: οι άρχοντες και οι φτωχοί να έχουν την ίδια τύχη, τα παιδιά να μεγαλώνουν, οι άρρωστοι να γίνονται καλά και να θάβεται καθείς στον τόπο του.
Και σ’ άλλο, περιγραφικό θα λέγαμε, τραγούδι του Κάτω Κόσμου οι νεκροί δεν αποστασιοποιούνται από την κοινωνία στην οποία έζησαν. Εξακολουθούν να ζουν σ’ ένα είδωλό της, σε ένα είδωλο του επίγειου παραδείσου, που δεν είναι άλλος από τον τόπο τους με τις αγαπημένες συνήθειες. Με μόνη διαφορά ότι δεν επικοινωνούν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα: στερούνται της επικοινωνίας· εν τέλει της κοινωνίας!
Στην άκρη της Παράδεισος είν’ ένα περιβόλι,
στη μέση του περιβολιού μια κρυσταλλένια βρύση
κι έχουν οι νιοι το μπαρμπεριό και έχουν οι νιες λεκάνη
κι έχουν και τα μικρά παιδιά σγλύμπες και κολυμβούνε.
Κάθε Σαββάτο δειλινό πάνε οι νιοί στο μπαρμπεριό,
λούζονται, παρπερίζονται και σιάζουν τα μουστάκια τους
και κλαίγανε τα νιάτα τους:
-Μουστάκι μου καραμπογιά, που δε γνωρίσατε ντουνιά.
Κάθε Σαββάτο δειλινό πάνε οι νιες στο πλυσταριό
και πλένουν τα μαντίλια τους και κλαίουν τα στολίδια τους:
-Φουστάνια μου μεταξωτά, που δε γλεντήσατε ντουνιά.
Κάθε Σαββάτο δειλινόν παν τα παιδιά στο πλυσταριό,
πλένουν τα μαντιλάκια τους, κλαίγουν τα παιχνιδάκια τους.
Κάθε Σαββάτο δειλινό πάει και το παπαδικό
για να διαβάσει εσπερινό.
Κι αλλού:
…Θάρρεψες ‘τ’ είναι η κάτω γης ωσάν και την επάνω
…εκεί συν δυο δεν περπατούν, συν τρεις δεν κουβεντιάζουν
συν πέντε και συν τέσσεροι ταβερναριό δε στήνουν.
Ο κάτω Κόσμος: ένας κόσμο με τους δικούς του κανόνες. Η χριστιανική παράδοση τοποθετεί τη μεταθάνατον ζωή μεταξύ παραδείσου και κολάσεως. Κάτι ανάλογο μαθαίνουμε και από τον Αρμένιο Ήρα στην Πολιτεία του Πλάτωνα ο οποίος περιγράφει τη διαδικασία εισόδου στον Άδη με σημεία επαφής προς την Ιουδαϊκή-Χριστιανική παράδοση· κάθε ψυχή περνάει κατά την είσοδό της από την κρίση των δικαστών και οι δίκαιες ψυχές οδηγούντο στο χάσμα του ουρανού, ενώ οι άδικες στο χάσμα της γης. Κατόπιν όλες μαζί συγκεντρωνόντουσαν σε ένα λειμώνα όπου ρωτούσαν η μια την άλλη για την τύχη των δικών τους. Στα μοιρολόγια, όμως ο νεκρός περνά σε έναν κόσμο όπου όλα συμβαίνουν, μόνο που δεν επικοινωνεί. Στην παγκόσμια γραμματεία ανάλογη αντίληψη θα συναντήσουμε στο θεατρικό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ «Η μικρή μας πόλη». Εκεί οι ψυχές, η μια δίπλα στην άλλη, αλλά αποκομμένη η μια από την άλλη, παρατηρούν τα όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητα της πόλης τους.
Για το θάνατο στα Τραγούδια του Κάτω Κόσμου ευθύνη δεν έχουν οι θνητοί· το θάνατο τον επιφέρει ο κυρίαρχος Χάρος:
Ο Χάρος είναι βασιλιάς, ο Χάρος είναι Ρήγας
Η παντοδυναμία του Χάρου τον ταυτίζει με το Θεό, καθώς και οι δύο ορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων κατά τον ίδιο τρόπο· και οι δύο αποτελούν την δύναμη που δημιουργεί και καταστρέφει:
Έτσι είναι τούτος ο τουνιάς, σφαίρα είναι και γυρίζει,
ο Θεός βαστάει τη ζυγαριά και τον τουνιά γυρίζει,
ο Θεός ψηλώνει τις γενιές, ο Θεός τις εβυθίζει,
κανείς για το λωβόν λαχόν δεν πάει γυρεύοντάς τον·
ο Θεός φτιάνει τους λαχούς, ο Θεός τους διαμοιράζει
και όντινος λάχει ο λαχός, θέλει τον υποφέρει,
να τον πουλήσει δεν μπορεί, να τον χαρίσει όχι.
Τα Τραγούδια του Κάτω Κόσμου πρέπει να δεχτούμε ότι στην ουσία δε μιλούν για πεθαμένους αλλά για ζωντανούς. Μιλούν για την οργάνωση της κοινωνίας, για τον Ρήγα, που στα τραγούδια εμφανίζεται ως Χάρος ή Θεός, κι είναι ο εξουσιαστής που δίνει δύναμη στην κοινότητα -μιας και “ο Χάρος ηβουλήθηκε πύργο να θεμελιώσει” και που η δύναμη αυτή όταν φτάσει στο απόγειό της, θα οδηγήσει στη καταστροφή. Είναι ζωντανοί και πεθαμένοι που θέλουν να δουν στο περιβόλι τους, στο χωριό τους, να απλώνεται η ευτυχία, αλλά τα θανατικά που επιβάλλουν ο Χάρος, ο Θεός -τελικά η εξουσία- δεν το επιτρέπουν· και το θάνατο κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει και κανείς δεν τον επιζητά.
Ο Θεός ψηλώνει τις γενιές, ο Θεός τις εβυθίζει, όπως ακριβώς ο Χάρος τον Πύργο του τον έφτιασε τον τέλειωσε, βάνει φωτιά τον καίει.
Στα μοιρολόγια των Μανιατών η κάθε ανθρώπινη ζωή έχει τη δική της αξία και δεν υπάρχει συμψηφισμός στο θάνατο κανενός και για όποιο λόγο. Διαβάζω την μανιάτικη παραλλαγή του πολύ γνωστού σε όλους μας δημοτικού τραγουδιού “Του γιοφυριού της Άρτας”:
Σαρανταπέντε μάστοροι και εξήντα αποδότες
γιοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι
ολημερίς το χτίνανεν, το βράδυ τους εχάλα.
Βγήκε φερμάνι από βασιλιά να διώξει τους μαστόρους.
Πουλάκι διάει κι έκατσε στη μεσιανή κολόνα·
δεν εκιλάηδα σαν πουλί μήτε σα χελιδόνι,
μον’ εκελάηδα ανθρωπινά, ανθρώπινη λαλίτσα:
-Αν δε στοιχειώστε άνθρωπον, γιοφύρι δε θα κτίστε,
μηδέ πτωχός μηδ΄ άρχοντας,
μόνον του πρωτομάστορα, του Γιώργη τη γυναίκα.
Κι ο Γιώργης όπου τ’ άκουσεν πολύ του κακοφάνη·
-Γεια σου χαρά σου, Λέκω μου. -Καλώς τονε το Γιώργη·
Γιώργη, γιατί ‘ σαι κίτρινος, γιατί ‘ σαι μαραμένος;
-Λούσου, κτενίσου, Λέκω μου, και φόρα τα σκουτιά σου,
γιατί θενά σε χτίσουνε στης Άρτας το ποτάμι!
-Αγάλια-αγάλια, Γιώργη μου,
να λυκοδέσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα.
Τρεις αδελφούλες είχα ‘ γω και πήγαν κακοθάνατες·
η μια πνιχτή στη θάλασσα και η άλλη στα Παρίσα
και τρίτη η στερνότερη στης Άρτας το ποτάμι.
Και όπως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι
και όπως τρέμει τα μαλλάκια μου να τρέμει το ποτάμι.
(Τα Τραγούδια του Κάτω Κόσμου, εκδ. Το Ροδακιό, σ.116)
Στα βασικά του σημεία το τραγούδι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γνωστής παραλογής ‘Της Άρτας το γιοφύρι”.
Η μανιάτικη εκδοχή όμως, εκφράζοντας με τη σειρά της τους ανθρώπους του συγκεκριμένου τόπου, μετατοπίζει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από το θεμέλιωμα του γιοφυριού στον άδικο χαμό της κόρης. Κι αν προσέξουμε το στίχο Βγήκε φερμάνι από βασιλιά να διώξει τους μαστόρους ο χαμός της επιβάλλεται από την εξουσία, καθώς ο βασιλιάς αποσύρει τους μαστόρους και παραγγέλλει τη θυσία της κόρης. Και κάτι ακόμα: είναι χαρακτηριστική η ανάγκη του Μανιάτη ή της Μανιάτισσας στιχουργού να μιλήσει με πραγματικούς όρους για την καθημερινότητά της κι έτσι προτού βγει από το σπίτι “λυκοδένει το παιδί” και “το χορταίνει γάλα”. Η πιο σημαντική όμως διαφοροποίηση σημειώνεται στους καταληκτικούς στίχους· στη μανιάτικη παραλλαγή αποβάλλεται από την κατάρα της κόρης το σχήμα του αδυνάτου, κάτι που στο τραγούδι, όπως μας τη διέδωσε και μας τη δίδαξε ο Νικόλαος Πολίτης, υπάρχει και λειτουργεί εξισορροπητικά με την αναδιατύπωση της κατάρας από την κόρη:
Αν τρέμουν τ΄ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι
κι αν πέφτουν τ΄ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες.
Το δικό μας τραγούδι τελειώνει με το δίστιχο:
…και όπως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι
και όπως τρέμει τα μαλλάκια μου να τρέμει το ποτάμι.
Κι αν τα άγρια βουνά δεν τρέμουν, είναι βέβαιο ότι η καρδούλα της κόρης που έμελλε να στοιχειωθεί, έτρεμε και με το παραπάνω. Στη μανιάτικη παραλλαγή, λοιπόν, ο θάνατος του ατόμου δε δικαιολογείται, ακόμα κι αν επρόκειτο να εξυπηρετήσει το κοινό καλό. Η αυτοθυσία του ενός για χάρη των πολλών δε φαίνεται να είναι αποδεκτή στο τραγούδι μας, παρόλο που ο θάνατος και η θυσία, ως δραματικό στοιχείο, που επιβάλλεται στο άτομο για χάρη του κοινού καλού, είναι αναπόφευκτη.
Οι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι περικλείουν τον καμβά των αντιλήψεων των Μανιατών για τον κόσμο και για την αγωνία τους αν θά ‘ναι η “κάτω γης ωσάν και την απάνω”, περιέχουν όσα ο κάθε ένας αναρωτιέται τη στιγμή που ο επιθανάτιος ρόγχος τον ειδοποιεί πως ήρθε η ώρα να περάσει τις πύλες του Άδη. Είναι η “νοσταλγία” του νεκρού για όσα άφησε πίσω του και η αγωνία γι’ αυτό που τον περιμένει. Είναι όσα ταλαιπωρούσαν τον σύντροφο του Οδυσσέα, τον Ελπήνορα, που γυρόφερνε για μέρες μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Και δεν είναι εκείνα που ακούστηκαν από τα χείλη της Ανδρομάχης που έκλαιγε πάνω από το κεφάλι του νεκρού Έκτορα:
«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν’ αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ’ η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ’ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
….».
Το μοιρολόι της Τρωαδίτισσας είναι θρήνος γι αυτούς που μείνανε. Αυτοί θα νιώσουν την απουσία του νεκρού, αυτοί θα υποστούν τις συνέπειες του χαμού του. Το μανιάτικο μοιρολόι όμως, θρηνεί τον νεκρό, ή καλύτερα είναι θρήνος του ίδιου του νεκρού , ιστορεί τον θάνατό του, κι είναι οι νεκροί εκείνοι που νιώθουν την απουσία των ζωντανών και νοιάζονται γι’ αυτούς:
Πουλάκια μου αηδονάκια μου, το Μάη να μη λαλήστε·
αν ίσως και λαλήσετε στο σπίτι μου μη ‘ρθείτε,
τι έχω μανούλα θλιβερή και θλίβεται για μένα,
τι έχω αδελφάδες λυγερές και θλίβονται για μένα…
Κι ακόμα με το θρήνο των μοιρολογιών ο λόγος δίνεται στους ζωντανούς για να μιλήσουν για το νεκρό, να πουν την ιστορία του, “επαινούντες εν τοις μοιρολογίοις των τον νεκρόν και παραμυθούντες τους οικείους αυτού”, κι όχι να θρηνήσουν για την τύχη όσων άφησαν πίσω τους. Είναι εντέλει μνημόσυνα άσματα για πρόσωπα που χάθηκαν με τρόπο θαυμαστό. Ο στίχος μεταβάλλεται σε οκτασύλλαβο, συχνά άτεχνο, αρκετά συχνά με επιμονή στην ομοιοκαταληξία ανά δυστιχία. Στίχοι αφηγηματικοί με έντονα στοιχεία της παραλογής: τα πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, η διατάραξη της ισορροπίας, τις περισσότερες φορές με ένα φονικό, η δράση και, τέλος, η επίτευξη ισορροπίας με φονικό εκδίκησης:
Εκίνησε η Σταυριανή
να πάει στου πατέρα της.
Στο δρόμο που επήγαινε
απάντησε και τους εχθρούς.
Κανείς δεν της εμίλησε
μόνε ο ίδιος ο φονιάς:
-Μωρή καλώς τη Σταυριανή!
Κι αν πας και στου πατέρα σου
πες του να κάμομε καλά
για κείνονε τον παλιο Βέτουλα.
Ημείς κι αν τον εσκοτώσαμε
ημείς τον επληρώνουμε
πεντ’ εξι γρόσια ή επτά
και στην ακρίβεια του κι εννιά.
Εκείνη δεν τους μίλησε,
επή στου πατέρα της.
-Μωρή καλώς τη Σταυριανή,
να μην απάντησες εχθρούς;
-Στο δρόμο που ερχόμουνα
απάντησα και τους εχθρούς.
Κανείς δεν μου εμίλησε
παρά ο ίδιος ο φονιάς:
“Καλώς τηνε τη Σταυριανή!
Κι αν πας και στου πατέρα σου
πες του να κάμουμε καλά
για κείνονε τον παλιο Βέτουλα.
Ημείς κι αν τον εσκοτώσαμε
ημείς τον επληρώνουμε
πεντ’ εξι γρόσια ή επτά
και στην ακρίβεια του κι εννιά.”
Για δωσ΄μου, μάνα, τον σαλμά
για δώσ’ μου, μάνα, την ευκή,
έως ταχιά τ’ απομεσήμερο
κι ο Βέτουλας θα δικαιωθεί.
-Χαι, παιδί μου, στο καλό.
Στο δρόμο που επήγαινε
κατσικάκι μπέλαξε
-Έλα κοντά μου, σατανά,
για να σ’ τελέσω τη δουλειά.
Και πήρε πάνω τα βουνά,
τους έριξε μια μπαταριά
και σκότωσε πεντέξι-επτά.
Κι ανάλογα με το πρόσωπο και την ιστορία που αφηγούνται τα μοιρολόγια μετατρέπονται από εκείνα του γδικιωμού σε ιστορικά, όπως του Λια του Κατσή, ή συντηρούν στη μνήμη σημαντικά γεγονότα όπως η περίπτωση της βεντέτας που αποτυπώνεται στης Βγενικής ζυμωμένης με την κοινωνία των Μανιατών
Για ψήλωσε, μωρή συκιά,
να ξαγναντίσω το Μωριά,
της Καλαμάτας τα χωριά,
μην έρχεται ο Γληγόρης μου
που διάηκε να γιατρευτεί
και το κακό ν’ απαντηθεί.
Ηύρε γιατρό, γιατρεύτηκε
και το κακό απαντήθηκε:
στο δρόμο που ερχότανε
έγειρε απ’ την Τσίμοβα,
έγειρε της κουμπάρας του.
Του είπε η κουμπάρα του;
-Κουμπάρε, μη θέλεις ξεβγαλτή
νά ‘ρτω να σε ξεβγάλωσι.
Κείνου του φάνη προσβολή
και ντράπηκε να τους ειπεί.
Στο δρόμο όπου πήγαινε
βάζει σταρβά το φέσι
και κόντρα το τουφέκι.
Στη σγούρνα την αφαλωτή
απαντηθήκανε οι εχθροί
κι άλλος κανείς δε μίλησε,
μόνος ο Γληγόης μίλησε:
-Εχθροί π’ απαντηθήκαμεν
σα φίλοι να χωρίσομε.
Μιά το έβαλε μπροστά
του ρίξανε μια τουφεκιά
και τον αφήσανε κειδά
και δόθει ο λόγος στο χωριό
πως γίνηκ’ ένα φονικό
στης Βιενικής τον αδερφό.
…..
Χαρακτηριστική είναι η ακριβής αναφορά τόσο στις συνθήκες και στον τόπο που έγινε το φονικό, όσο και στον χαρακτήρα και το ήθος του προσώπου. Είχε τραυματιστεί -αρά ήταν μπλεγμένος σε βεντέτα- πήγε στην Καλαμάτα να γιατρευτεί: Η Καλαμάτα και όλος ο Μωριάς είναι έξω από τα σύνορα της Μάνης κι επομένως υπήρχε ασυλία που επέτρεπε την ανάρρωση. Γυρίζοντας, περνάει από την Τσίμοβα και στην αφαλωτή σγούρνα γίνεται η συνάντηση με τους “εχθρούς”. Ο ήρωας είναι περήφανος και δεν θέλει προστασία (ξεβγαλτή), ξεγνιαστός (βάζει στραβά το φέσι) και σίγουρος (κόντρα το τουφέκι).
Μοιρολόγια σαν κι αυτό αποσπώνται από τον αρχικό τους ρόλο: μετατρέπονται σε κιβωτό ιστορικής μνήμης του τόπου με έντονα στοιχεία διδακτισμού, ως προς τις αρχές λειτουργίας της κοινωνίας, τις συμπεριφορές και την ψυχολογία των ανθρώπων και τον αξιακό κώδικα των Μανιατών. Ένα τέτοιο είναι και το μοιρολόι του Λια του Κατσή:
Μια σκόλη και μια Κυριακή
και μιά Δευτέρα το πρωί
κίνησε ο Λιας ο Κατσής
να πάει στην Αερόπολη.
-Καλημερούδια πάρπα μου,
-Καλώς τον Λίαν τον Κατσή!
-Ε πάρπα μου Πετρόμπεη,
θέλω να πάω στην βαρβαρια΄,
που με καλεί ο βασιλιάς
να με κάνει υπασπιστή.
-Να βγάλεις συχωρετικό
μ’ όσους κι αν έφαγες ψωμί
και μ’ όσους έπινες κρασί.
Κι όλοι τον εξεβγάλανε
στην βάρκα τον εβάλανε
και το παπόρι σάλπαρε.
Τηρά ζερβά, τηρά δεξιά,
βλέπει της Μάνης τα χωριά
και το παπόρι αγκυροβόλησε
κι ο βασιλιάς περίμενε
και στην καρότσα κάθισε,
στ’ ανάκτορα τον πήγανε.
Αμέσως μπάλο διέταξε
κι ο βασιλιάς εδιέταξε
αμέσως μπάλος να γενή
κι η βασίλισσα ρωτά:
-Ποιος είναι κείνος που χορεύει μπροστά;
-Είναι ο Λίας ο κατσής,
της Μάνης αρχηγός!
-Αυτού του πρέπει βασιλιάς
και την κορόνα να βαστά.
Κι ο βασιλιάς σαν τ’ ακουσε αμέσως τραπέζι διέταξε.
Πρώτο ποτήρι που κερνά
ήταν του Λία του Κατσή
και μια σκληρή φωνή πετά
και του γραμματικού μιλά:
-Φέρε μου κόλλα και χαρτί
να κάμω μία επιστολή.
Ο Λιάς ο Κατσής πέθανε στη “Βαρβαριά” -σύμπτυξη Βάρβαρος και Βαυαρίας- ( ο τάφος του Λια βρίσκεται στο Μόναχο)και το μοιρολόι που θρηνεί τον θρυλικό για την ομορφιά και παληκαροσύνη Μαυρομιχάλη ανάγει τον γραμματικό του βασιλιά σε γραμματικό του Χάρου που ορίζει την μοίρα τον ανθρώπων:
Πάρτε με αητοί, στα νύχια σας, περδίτσες στα φτερά σας,
πάρτε με κι ανεβάστε με στους ουρανούς απάνω
να ιδώ τον τρίτο του ουρανού και τη στεριά του κόσμου
να ιδώ και τον γραμματικόν που γράφει κι αναγνώνει,
γράφει τους καλορίζικους με το δεξί του χέρι,
γράφει τους κακορίζικους με το ζερβί του χέρι.
Μα δεν του παίρναν το χαρτί, δεν τού ‘κοβαν τα χέρια!
Μα δεν του παίρναν το χαρτί, δεν τού σπαζαν την πένα,
δεν έχυναν την καλαμαριά που είχε το μελάνι!
Μοιρολόγια συναντάμε σε πολλές περιοχές της βαλκανικής και του ελλαδικού χώρου: μοιρολόγια από την Ήπειρο, από τη Χίο, από την Κύπρο… Εκείνο που τα ξεχωρίζει είναι η αντίληψη των ανθρώπων που κλείνουν μέσα τους. Και με τα μοιρολόγια τους -σεντούκι με διαμαντικά- οι Μανιάτες “τραγουδούν” τις δικές τους αξίες και τις ιδιαιτερότητες του τόπου τους, χωρίς περιορισμούς κι αναστολές, όπως έμαθαν μέσα στους αιώνες να ζουν, τραγουδούν ό,τι πιο πολύτιμο: την κοινωνία τους, το χωριό τους αλλά και την τιμή και το γδικιωμό και πάνω απ΄ όλα την αγάπη και την αφοσίωση για τους ανθρώπους τους:
Σπαθιά να βρέξεις ουρανέ, μαχαίρια να χιονίσεις,
κι εμένα απ’ τον αφέντη μου να μη με ξεχωρίσεις.
Leave a Response »
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.