ΑριστείδηςΦουτρίδης, ο ελληνιστής του Χάρβαρντ Δευτέρα, Αυγ. 28 2017 

(Λαμπρινή Κουζέλη, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ 27/8/2017)
Η ζωή και το έργο του ικαριώτη πρωτοπόρου δασκάλου των ελληνικών γραμμάτων στις ΗΠΑ παρουσιάζεται σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τις επιστολές του προς τους φίλους του Χρίστο Ν. Λαμπράκη, Σωκράτη Β. Κουγέα και τους συγγενείς του
ΑριστείδηςΦουτρίδης, ο ελληνιστής του Χάρβαρντ
Ο Αριστείδης Φουτρίδης. Φωτογραφία που εστάλη από την αδελφή του Δέσποινα στον Σωκράτη Κουγέα μετά τον θάνατό του
Αριστείδης Ε. Φουτρίδης
Το τιμιότερο πρόσφορο
Επιστολές του Αριστείδη Ε. Φουτρίδη προς τον Χρίστο Ν. Λαμπράκη, τον Σωκράτη Β. Κουγέα και συγγενικά του πρόσωπα

Επιμέλεια Σωκράτης Β. Κουγέας
Εκδόσεις Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2017
σελ. 345, τιμή 18 ευρώ 

Παιδί φανατικό για γράμματα, ο Αριστείδης Φουτρίδης, γιος του καπετάνιου Ευάγγελου Φουτρίδη, γεννήθηκε το 1887 στην Ικαρία και κατέληξε καθηγητής Ελληνικών Σπουδών στο Χάρβαρντ. Ο αιώνας που μας χωρίζει από την αναχώρησή του από την Ελλάδα και τον πρόωρο θάνατό του – πέθανε από συγκοπή σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών το καλοκαίρι του 1923 – έχει εξασθενίσει την ακτινοβολία του στα καθ’ ημάς, παραμένει όμως φημισμένο τέκνο του ελληνισμού της Διασποράς στους κύκλους των αποδήμων και πρωτοπόρος νεοελληνιστής στους κύκλους των αμερικανών ελληνιστών. Σπούδασε κλασική και αγγλική φιλολογία στο Χάρβαρντ – συνεχίζοντας τις σπουδές που άφησε ανολοκλήρωτες στην Αθήνα λόγω εσπευσμένης αναχώρησης για την Αίγυπτο για λόγους οικονομικούς – όπου και δίδαξε αφήνοντας σημαντικό λογοτεχνικό, μεταφραστικό και κριτικό έργο. Μελέτησε τους αρχαίους τραγικούς, εκπόνησε διατριβή (1910) για τον Διγενή Ακρίτη, μετέφρασε σύγχρονούς του λογοτέχνες, ίδρυσε τον «Ελικώνα» (1911-1918), την πρώτη ελληνική φοιτητική Ενωση στις ΗΠΑ, και δημοσίευσε στα αγγλικά δοκίμια για τους έλληνες λογοτέχνες της εποχής του.

Το περιπετειώδες μυθιστόρημα της ζωής του αφηγείται ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο στις εκατόν οκτώ επιστολές που κυκλοφόρησαν στον τόμο Το τιμιότερο πρόσφορο (ΜΙΕΤ, 2017) προς τους φίλους του Χρίστο Ν. Λαμπράκη και Σωκράτη Κουγέα, την αδελφή του Δέσποινα, τον αδελφό του Νείλο και άλλα συγγενικά του πρόσωπα. Την έκδοση των επιστολών, οι οποίες απόκεινται στο Ελληνικό, Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), επιμελήθηκε ο φιλόλογος και ερευνητής Σωκράτης Β. Κουγέας, εγγονός του ιστορικού, πανεπιστημιακού καθηγητή και ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα (1877-1966) και μελετητής της ζωής και του έργου του ηπειρώτη παιδαγωγού Χρίστου Ν. Λαμπράκη (1882-1925). Η αναλυτική και κατατοπιστική εισαγωγή του στον τόμο καθώς και τα σοφά επιλεγμένα πραγματολογικά σχόλια που υπογράφει μαζί με την Κατερίνα Ευσταθίου πλαισιώνουν την προσωπική αποσπασματική αφήγηση του Φουτρίδη με όλα τα ιστορικά και φιλολογικά της συμφραζόμενα. Είναι τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, της όξυνσης του γλωσσικού ζητήματος, της συγκρότησης του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910), των μεγάλων βενιζελικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και των συνακόλουθων αναιρέσεών τους από τις αντίπαλες κυβερνήσεις. Είναι μια εποχή κινητικότητας και αισιοδοξίας για τις ελληνικές σπουδές. Στις επιστολές παρακολουθούμε από κοντά πώς οι τρεις φίλοι, συντασσόμενοι με τη βενιζελική παράταξη, τους δημοτικιστές και τον κύκλο του Νικόλαου Πολίτη, δίνουν ο καθένας από το δικό του μετερίζι αγώνα για την πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Ο Κουγέας ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέσα από άλλες δημόσιες θέσεις, ο Λαμπράκης ως συλλογέας δημοτικών τραγουδιών της πατρίδας του και θεμελιωτής των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γενεύη με κληροδότημα που αφήνει μετά τον θάνατό του, και ο Φουτρίδης ως καταξιωμένος ελληνιστής σε ένα τα περιφημότερα πανεπιστήμια της αμερικανικής Ivy League, στη μνήμη του οποίου το Χάρβαρντ προσφέρει υποτροφία σε έλληνες φοιτητές.

Δάσκαλος του Κωνσταντίνου Τσάτσου
Φοιτητής στην Αθήνα, για να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του, ο Φουτρίδης παραδίδει μαθήματα σε δύο παιδιά της οικογένειας Τσάτσου. Ο μικρότερος από τους μαθητές του, ο Κωστάκης, είναι ο μετέπειτα φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παρότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν μόλις έξι ετών το 1905 όταν ο Φουτρίδης έφυγε από την Αθήνα συστήνοντας στην οικογένεια Τσάτσου ως διάδοχό του τον φίλο του Χρίστο Λαμπράκη, αυτό το «χρυσό παιδάκι» είχε ήδη εντυπωσιάσει τον δάσκαλό του με τις μαθησιακές του ικανότητες. Γνωρίζει τα μέρη του λόγου, κλίνει ουσιαστικά και ρήματα, κάνει αριθμητικές πράξεις και απολαμβάνει τις αφηγήσεις επεισοδίων από την ελληνική Ιστορία. «Είνε ψυχή ευφάνταστη και ποιητική. Δίδε τροφήν με εθνικά παραμυθάκια, με την αρχαίαν μυθολογίαν. Προ παντός πρόσεχε να λαμβάνη ύφος εμπνευσμένου· θα τον βλέπεις σχεδόν δακρύοντα» γράφει ο Φουτρίδης στον Λαμπράκη στις 24 Οκτωβρίου 1905 από την Αίγυπτο, καταλήγοντας: «Tον Κωστάκην πολύ τον αγαπώ και σοι τον εμπιστεύομαι με όλην την θέρμην της απείρου στοργής ην προς αυτόν τρέφω». Δέκα χρόνια αργότερα, στην Αμερική πια, βραβευμένος μελετητής, δεν παύει να ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια του παλιού μαθητή του. Μέσω του Λαμπράκη στέλνει στον Κωστάκη μελετήματά του στα αγγλικά, την πραγματεία «The Literary Impulse of Modern Greece» και το άρθρο του για τον Ολυμπο που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο αμερικανικό περιοδικό Scribners’ Magazine.
Απόστολος του δημοτικισμού
Στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος οπωσδήποτε δεν θα συναντήσουμε το όνομα του Φουτρίδη μεταξύ των μαχόμενων δημοτικιστών. Αντιθέτως. Στην Αθήνα ζει από κοντά τις ταραχές των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών (1903) και, φοιτητής της φιλολογίας, συμμετέχει με άλλους φοιτητές του αρχαϊστή καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη στον προπηλακισμό του «προδότη» Παλαμά. Λίγα χρόνια αργότερα, δάσκαλος στο Σιμπίν ελ Κομ στην Αίγυπτο – όταν στα πρώτα του μαθήματα, ύστερα από μια εισαγωγή στη γραμματική της αττικής διαλέκτου και μια διάλεξη περί του κάλλους της (αρχαίας) ελληνικής, οι μαθητές του τού μαρτυρούν ότι ο προηγούμενος δάσκαλός τους τη θεωρούσε βάρβαρη γλώσσα και «καλλίτερη αυτή που μιλούμε» – ο Φουτρίδης αποφαίνεται για τον «μαλλιαρό» προκάτοχό του: «Θα είνε τρελλός». Στις ΗΠΑ, μακριά από την επιρροή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Φουτρίδης διαβάζει τακτικά τον Νουμά, υιοθετεί στον λόγο του μια ήπια δημοτική και γίνεται σταδιακά ευαγγελιστής της δημοτικής γλώσσας και των δημοτικιστών συγγραφέων στον Νέο Κόσμο. Μάρτυρες της μεταστροφής αυτής, οι επιστολές που δημοσιεύονται στον τόμο, γραμμένες στην καθαρεύουσα, ακόμη κι εκείνες που απευθύνονται στα πιο οικεία του πρόσωπα, απεκδύονται βαθμιαία το καθαρευουσιάνικο λεξιλόγιο και τη μορφολογία και αποστέλλονται στην Ελλάδα σε μια ζεστή δημοτική. Ζητά συχνά στους φίλους του να του ταχυδρομήσουν ποιήματα του Παλαμά με τα οποία δηλώνει, τον Δεκέμβριο του 1914, πως «έχω ίσαμε τώρα γεμίση τους αμερικανούς και ελληνικούς μου φίλους της Βοστώνης». Την επόμενη χρονιά θα δώσει σχετική διάλεξη στα ελληνικά στο ελληνικό κοινό της Βοστώνης. «Εβάλαμε σωστή φωτιά», θα γράψει στον Λαμπράκη. «Το γλωσσικό ζήτημα άναψε με όλες τις φασαρίες του».
Μεταφραστής του Παλαμά
Στα τέλη του 1914 ο Φουτρίδης έχει μόλις επιστρέψει στις ΗΠΑ από πολύμηνη παραμονή στην Ελλάδα όπου συναντιέται και με τον Παλαμά. Είναι τώρα πεπεισμένος για την «επιστροφή της πνευματικής αριστοκρατίας στην ψυχή του λαού». Στο κίνημα αυτό ξεχωρίζει τον ποιητή Παλαμά και τον λαογράφο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νικόλαο Πολίτη. Κοινοποιεί τις απόψεις του στους αμερικανούς αναγνώστες στο άρθρο «The Literary Impulse of Modern Greece» που δημοσιεύεται στο πρωτοχρονιάτικο τεύχος του Poet Lore (1915). Οπως μεταφέρει ο ίδιος σε επιστολή του στον Λαμπράκη τον Απρίλιο του 1915, στο άρθρο υποστηρίζει ότι Πολίτης και Παλαμάς είναι «τέλειοι εργάτες εντελώς αφοσιωμένοι στην ψυχή του λαού». Ο Πολίτης χαρακτηρίζεται «πιστός συλλέχτης και σωτήρας κάθε λαϊκής δημιουργίας» και ο πάλαι ποτέ «προδότης» Παλαμάς «η μεγαλύτερη δημιουργική λογοτεχνική μεγαλοφυΐα που η Ελλάδα έχει γεννήσει μετά την αρχαία κλασσική εποχή». Αρχίζει να μεταφράζει Παλαμά. H δουλειά θα γίνει εξαιρετικά μεθοδικά. Για να αποφασίσει με ποιο κείμενο θα ξεκινήσει, ζητά να διαβάσει όλα τα έργα του Παλαμά, ζητά την άδειά του, ζητά και το copyright από την κεντρική κυβέρνηση στις ΗΠΑ. Μέσω Λαμπράκη μηνύει στον Παλαμά: «Τα έξοδα θα είναι όλα δικά μου και αν τυχόν και έχωμε κέρδη τότε θα είναι ελεύθερος ο ποιητής να τα διαθέσει όπως θέλει ο ίδιος». Τα επόμενα χρόνια θα μεταφράσει – και θα εκδοθούν – την Ασάλευτη ζωή (1919, 1921), τον «Θάνατο παλληκαριού» (1920) και την Τρισεύγενη (1923). Κατά διαστήματα γράφει στον Παλαμά, του ζητά βιογραφικά στοιχεία και βιβλία. Ο ποιητής αμελεί να απαντήσει. Εναν χρόνο μετά τον θάνατο του Φουτρίδη, θα του κάνει φιλολογικό μνημόσυνο στον Ελεύθερο Λόγο, κλείνοντας με την υπόσχεση να δημοσιεύσει κάποτε την τελευταία επιστολή που του έστειλε ο Φουτρίδης λίγο πριν πεθάνει, τον Μάρτιο του 1923, το «τιμιότερο πρόσφορο» στη μνήμη του.
Μια ανθολογία νεοελληνικού διηγήματος
Καθώς τα ενδιαφέροντα του Φουτρίδη στο Χάρβαρντ μετακινούνται σταδιακά από την αρχαία στη σύγχρονη γραμματεία, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της διάδοσης του νεοελληνικού πολιτισμού στην Αμερική και συνεργάζεται με την ελληνοαμερικανίδα λογοτέχνισσα Δήμητρα Βάκα στην έκδοση μιας ανθολογίας νεοελληνικού διηγήματος. Ο τόμος Modern Greek Stories (Duffield and Company, 1920) – ψηφιοποιημένος τώρα στο σύνολό του από τη Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ και προσβάσιμος μέσω Διαδικτύου – περιλαμβάνει διηγήματα των Καρκαβίτσα, Βιζυηνού, Δροσίνη, Ξενόπουλου, Πολυλά, Εφταλιώτη, Παλαμά, Καστανάκη, Παπαδιαμάντη μεταφρασμένα από τον Φουτρίδη και τη Βάκα, η οποία υπογράφει το προλογικό σημείωμα. Η ιδέα είχε προταθεί στη Βάκα από τον νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο, που ζητούσε δέκα διηγήματα «διαφόρων συγγραφέων εκφραστικών της ελληνικής ζωής». Μεθοδικός πάντα, άξιος μίμησης για ανάλογες εκδοτικές προσπάθειες και επί των ημερών μας, το 1919 ο Φουτρίδης γράφει στον Κουγέα: «Τρέξε σε παρακαλώ στον Δελμούζο, Χατζόπουλο, Δέλτα, Παλαμά κτλ. και μαζί κάμετε πρόχειρη λίστα δέκα καλλιτέρων νεωτέρων διηγηματογράφων… αν μου στείλεις και τίποτε δημοσιευμένες κριτικές διηγηματογραφίας νεοελληνικές θα σου φέρω ό,τι δώρο μου ζητήσεις από την Αμερική». Στην αλληλογραφία του σώζονται οι λίστες που του είχε αποστείλει ο Κουγέας, στις οποίες, μεταξύ άλλων, προτείνονται επίσης κείμενα του Χατζόπουλου, του Πασαγιάννη, του Θεοτόκη και του Κονδυλάκη.
Κριτικός της σύγχρονής του παραγωγής
Παρότι ζητά τη βοήθεια φίλων του στην Ελλάδα, ο Φουτρίδης παρακολουθεί από πρώτο χέρι την ελληνική λογοτεχνική κίνηση από την αλεξανδρινή Νέα Ζωή, τον Νουμά, τη Λαογραφία και άλλα έντυπα που ζητά να του στέλνουν από την Αθήνα, και εκφράζει με παρρησία τις απόψεις του. Τον Ιούνιο του 1910, με αφορμή τεύχος της Ηγησώς που του στέλνει ο Λαμπράκης, σχολιάζει: «Πες εις αυτούς τους ποιητάδες να παύσουν να γρινιάζουν και να γράφουν κάτι με σημασία και καθ’ αυτό ελληνικό. […] Η ζωή είναι ωραία, έρως, φύσις, γη, ουρανός, όλα εις την Ελλάδα είναι γλυκά. Μου φαίνεται σαν παρακμή να έχωμε να γρινιάζωμεν διά πόνους ανυπάρκτους και φαντασιοπληξίας εν ω έχομεν τόσο ωραίας παραδόσεις τόσω εμπνευστικά θέματα εις την γλώσσα μας. Επειτα η τεχνική των μου φαίνεται κάπως ακαταλόγιστος…». Με κριτική οξύνοια συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και θλίψης που επικρατεί στην ποίηση των νεαρών νεορομαντικών ποιητών της βραχύβιας Ηγησώς (1907-1908), με την οποία συνεργάζονται τακτικά ο Βάρναλης, ο Λαπαθιώτης και ο Φιλύρας – η οποία θα εκφραστεί εντονότερα την επόμενη δεκαετία από τους ίδιους και άλλους ποιητές της λεγόμενης «ποίησης της παρακμής».
«Η παιδεία πηγή της κακοδαιμονίας μας»
Η προοδευτική γλωσσική και ιδεολογική μεταστροφή του Φουτρίδη οφείλεται εν πολλοίς, όπως μαρτυρεί επιστολή του Δεκεμβρίου του 1908 από τη Μασαχουσέτη, στην επίδραση που ασκεί επάνω του η αμερικανική εκπαίδευση. Τα παιδευτικά οφέλη του Χάρβαρντ προκαλούν δύσθυμες σκέψεις για την ελληνική κοινωνία – με ισχύ. «Οσω περισσότερον απολαύω των αγαθών του ενταύθα κόσμου, τόσω βαθύτερον οίκτον αισθάνομαι διά την φοβεράν κατάραν του έθνους μας να έχει τόσο ελεεινήν παιδείαν. Εν τη παιδεία μας κείται νομίζω η πηγή της κακοδαιμονίας μας». Και συνεχίζει στην επιστολή του προς τον φίλτατο Χρίστο: «Οι χρυσοί μας αιώνες παρήλθον! Χρειαζόμαστε Νέαν Ζωήν, χρειαζόμεθα φως νέων πηγών. Η Ελλάς μας είναι νεκρόν άγαλμα. Χρειάζεται ο εραστής Πυγμαλίων ίνα τη δώση ζωήν διά του πυρός θείου έρωτος». Και προτρέπει τους φίλους του στην Ελλάδα να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων εθνών: «…εάν θέλετε να κάμητε τίποτε εις εκείνον τον τόπον, να φροντίσητε με κάθε τρόπον να ζήσητε επί δύο τρία έτη εις κόσμους, όπου ζη ακόμη ελευθερία αληθής».

Η σημασία των γεγονότων του Σεπτεμβρίου του 1826 στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Τρίτη, Ιον. 6 2017 

*Βαλτεσινίκο, Σεπτέμβριος 2016

Μέσα στο χρόνο συμβαίνουν  «μικρά» -αλλά όχι ασήμαντα- γεγονότα  που η Ιστορία κρύβει στα σπλάχνα της, μικρές ψηφίδες που συμπληρώνουν την ατέρμονη πορεία των κοινωνιών. Είναι γεγονότα που ιστορικοί και ιστοριοδίφες σκύβουν πάνω τους και τα αποκαλύπτουν σαν μικρά λαμπερά πετράδια της ιστορίας του κάθε λαού. Γεγονότα που καταδεικνύουν αφοσίωση σε ιδέες και σκοπούς, που παραδειγματίζουν με τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των ιστορικών υποκειμένων, γεγονότα που συχνά λειτουργούν σαν φάρος στην πορεία των μικρών και μεγάλων κοινωνιών, ως πρότυπο συμπεριφοράς, ως στοιχείο επιβεβαίωσης της συνοχής και της κοινής συνείδησης.

 

Πολύ περισσότερο από κάθε άλλο ιστορικό γεγονός ο ξεσηκωμός των Ελλήνων του 1821 είχε ανάγκη από τέτοια γεγονότα-παραδείγματα για να προχωρήσει την πορεία του στην Ιστορία, γιατί η επανάσταση του ’21 ήταν λαϊκή επανάσταση, με φορέα απλούς ανθρώπους που πήραν απάνω τους την υπόθεση της δημιουργίας εθνικού κράτους. Και όσο κι αν τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν μεγάλα και οδήγησαν σε δυσφορία και εξεγέρσεις, η επανάσταση του 1821 άφησε νωρίς πίσω της το κοινωνικό της ένδυμα και καταγράφηκε ως η πρώτη εθνική επανάσταση στην ευρωπαϊκή ιστορία που τελεσφόρησε.

 

Ο εθνικός χαρακτήρας της επανάστασης υφάνθηκε από τους Έλληνες διαφωτιστές, τον Ρήγα Φεραίο, τον Κοσμά τον Αιτωλό, Αδαμάντιο Κοραή, και τόσους άλλους που με το λόγο τους και με τις πράξεις τους αναδείκνυαν  ως συνεκτικό κρίκο των λαών πέρα από τις κοινωνικές αντιθέσεις την κοινή γλώσσα, την κοινή πίστη, και κυρίως τα κοινά ήθη και έθιμα των κατοίκων της νότιας βαλκανικής. Σ’ αυτά πάτησαν κι οι φιλικοί, σ’ αυτά πάτησε κι ο γέρος του Μοριά που ξεσήκωσε τους Μανιάτες, που παρέσυρε του Μεσσήνιους, που έβαλε τους Αρκάδες και τους άλλους Πελοποννήσιους στην υπόθεση της επίτευξης του μεγάλου σκοπού της δημιουργίας κράτους με εθνικά χαρακτηριστικά και βασισμένο στις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης: ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.

 

Η  Ιστορία κρύβει στα σπλάχνα της τις μικρές ψηφίδες. Μια τέτοια ψηφίδα στην πορεία αυτού του τόπου είναι και η ηρωική στάση που τον Σεπτέβριο του 1826 κράτησαν στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου οι Βαλτεσινιώτες και άλλοι Αρκάδες απέναντι στην επέλαση του Ιμπραήμ. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιμπραήμ επέστρεψε στην Πελοπόννησο και επιχείρησε να καθυποτάξει τις επαρχίες που αποτελούσαν τις βασικές εστίες αντίστασης. Με εξαίρεση τη Μάνη, όπου αποκρούστηκε τον Ιούνιο του 1826 στο Δυρό και στη Βέργα και τον Αύγουστο στον Πολυάραβο, αλλά και την Καρύταινα και την περιοχή του Ναυπλίου, ο Ιμπραήμ είχε πετύχει να ελέγχει σχεδόν όλα τα σημαντικά οχυρά της Πελοποννήσου. Απέναντι στην κατάσταση αυτή οι δυνατότητες αντίδρασης της ελληνικής πλευράς ήταν περιορισμένες κι εκείνο που κράτησε ζωντανή την υπόθεση του ξεσηκωμού, ήταν οι αντιδράσεις των μικρών κοινωνιών που αντιστάθηκαν στην εύκολη λύση απελπισίας που προσέφεραν τα «προσκυνήματα», οι δηλώσεις υποταγής, στα οποία αρκετές περιοχές κατέφυγαν.

 

Έχοντας πίστη στην υπόθεση της ελευθερίας της κοινότητας, δεν επέλεξαν τον εύκολο δρόμο της ατομικής σωτηρίας, αλλά ενωμένοι στάθηκαν με όποια μέσα διέθεταν απέναντι στον δυνάστη που όριζε τις τύχες των παιδιών τους, που άρπαζε το βιος, που όριζε τη ζωή και το θάνατο του καθενός. «Ελευθερία ή θάνατος» είναι το σύνθημα που κρύβεται πίσω από την αγωνία όλων εκείνων Βαλτεσινιωτών και των άλλων Αρκάδων που επέλεξαν να ζητήσουν καταφυγή στο μοναστήρι του αγίου Νικολάου το Σεπτέμβρη του 1826. Κι η αϊτοφωλιά του μοναστηριού τους πρόσφερε το καταφύγιο που ζητούσαν και η πίστη τους στον αγώνα για ελευθερία και το πείσμα τους τούς κατέταξε δίπλα στους αγωνιστές της Βέργας, του Δυρού, του Πολυάραβου.

 

Ήταν για τον Ιμπραήμ πράξη εκδίκησης για τον σκοτωμό του ανιψιού του η στροφή κατά των κατοίκων του Βαλτεσινίκου; και πράξη φόβου ο εγκλεισμός των κατοίκων του τόπου ετούτου στη μονή  του αγίου Νικολάου; Δύσκολο να δοθεί απάντηση γιατί κανείς μας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ποια τα κίνητρα του κάθε άνδρα, της κάθε γυναίκας, του κάθε οπλαρχηγού ή ιερέα που κλείστηκε στο μοναστήρι. Κανείς δεν μπορεί να δώσει απάντηση αν ο σκοτωμός του ανιψιού του Μπεόπουλου ήταν αιτία ή αφορμή για να στραφεί ο Ιμπραήμ με καταστροφικές διαθέσεις προς το  Βελτεσινίκο.

 

Τα γεγονότα καταγράφονται στην ιστορία όχι με τις προθέσεις -αυτές συχνά εξωραϊζονται ή μυθοποιούνται εκπληρώνοντας προσδοκίες και οράματα συγχρόνων ή κατοπινών. Τα γεγονότα καταγράφονται σύμφωνα με τις πράξεις και τις συνέπειες τους. Κι όσα συνέβησαν στον τόπο αυτό πριν από 190 χρόνια είναι ανάγκη να τα αποτιμήσουμε σύμφωνα με αυτές τις παραμέτρους. Σε μια περίοδο της επανάστασης που ο εμφύλιος σπαραγμός είχε αδυνατίσει, σχεδόν μηδενίσει την αποτελεσματικότητα των επαναστατημένων Ελλήνων, σε μια περίοδο που ο Νενέκος είχε λιποτακτήσει κι είχε ταχθεί στο πλευρό του Ιμπραήμ, σε μια στιγμή που οι συνθήκες υποχρέωσαν τον Κολοκοτρώνη να κραυγάσει το τρομακτικό εκείνο “φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” για να αναθερμάνει την επανάσταση και να κρατήσει ζωντανές τις ελπίδες του σκοπού της, οι πολιορκημένοι στη μονή του Αγίου Νικολάου με την άρνησή τους να αφεθούν στην εξουσία του Ιμπραήμ, με την άρνησή τους να δηλώσουν υποταγή, σφυρηλάτησαν τους δεσμούς που διαπλάθονται με τους κοινούς κανόνες συμπεριφοράς και την κοινή πίστη. Με τη στάση που κράτησαν και τη μάχη που έδωσαν, υπογράμμισαν τα στοιχεία εκείνα που τους καθιστούν διακριτούς ως κοινότητα και δικαιώνουν τον αγώνα τους για ελευθερία και αυτοδιάθεση.

 

Κατά τις διηγήσεις ο Ιμπραήμ οργίστηκε κι ορκίστηκε για εκδίκηση όταν συνάντησε τη σκυλευμένη σορό του ανιψιού του και μιας και ο αρχηγός των πολεμιστών που συνέλαβε τον Μπεόπουλο ήταν Βαλτεσινιώτης, θέλησε να εκδικηθεί εξανδραποδίζοντας και εξοντώνοντας τους Βαλτεσινιώτες. Την τρομερή είδηση την έφερε στο Βαλτεσινίκο ο Κούνος, αρχηγός των Βαλτεσινιωτών πολεμιστών, σκορπίζοντας τον πανικό σε κάποιους που κατά μόνας πήραν τα βουνά.

 

Όμως, πέρα από τις διηγήσεις στις λεπτομέρειες των συμβάντων, την Ιστορία ενδιαφέρει ότι ο πανίσχυρος Ιμπραήμ στράφηκε κατά  του Βαλτεσινίκου, ενός μικρού χωριού. Το βιος των κατοίκων λεηλατήθηκε, το χωριό κάηκε μα οι περισσότεροι κάτοικοί του αρνήθηκαν την παράδοση και την υποταγή, κι επέλεξαν σαν ένας να αγωνιστούν για να να ορίσουν ελεύθερα τις τύχες τους και ζήτησαν προστασία από τον τόπο τους και την πίστη τους, στο οχυρωμένο μοναστήρι του Αη-Νικόλα. Φύση και άνθρωποι ένα… και την Ιστορία ενδιαφέρει πως ο μικρός κι αδύναμος λαός σ’ αυτόν τον τόπο, με ενότητα και θέληση μπορεί να νικήσει εχθρό με υπέρτερες δυνάμεις, ανατρέποντας τη λογική των αριθμών και των συγκρίσεων.

 

Στο Βαλτεσινίκο οι βράχοι εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια των στρατιωτών του Ιμπραήμ να πλησιάσουν, κι όσα κι αν μηχανεύτηκαν οι Γάλλοι σύμβουλοι, δεν στάθηκαν ικανά να κάμψουν την άμυνα φύσης κι ανθρώπων. Έξι προσπάθειες να εισβάλουν οι Αιγύπτιοι στο μοναστήρι, κι οι έξι άκαρπες. Πότε τα απόκρημνα βράχια, πότε το πείσμα κι ευρηματικότητα των πολιορκουμένων εξάντλησαν την υπομονή του Ιμπραήμ: έπρεπε πάσει θυσία να τελειώνει μ’ αυτούς τους ανυπόταχτους.

 

Έβδoμη και τελευταία πρoσπάθεια, ξύλα, πουρνάρια, φρύγανα έξω από την πόρτα του μοναστηριού. Η φωτιά υψώνεται, το μοναστήρι αντέχει… Οι πολιορκητές προσπαθούν να τρομάξουν όσους ήσαν κλεισμένοι στο μοναστήρι χτυπώντας χαλκώματα που ηχούν σαν τρομερά κρόταλα πολέμου μέσα στο σκοτάδι για να γεμίσουν πανικό στους Βαλτεσινιώτες. Μα εκείνοι κατορθώνουν να μετατρέψουν το σκοτάδι σε φως: κόβουν κομμάτια τις φουστανέλες τους, τις βουτούν στο λάδι και τις πετούν στον αέρα για φωτίσουν τους στόχους τους -κομμάτια φουστανέλας φλεγόμενα σα σε γιορτή που  προαναγγέλλει την ανάσταση του έθνους.

 

Τέλος της έβδομης πράξης, τέλος για την πολιορκία της μονής του Αγίου Νικολάου. Τα θύματα στο στρατό του Ιμπραήμ πολλά, οι απώλειες των πολιορκημένων Ελλήνων ασήμαντες. Πριν καλά-καλά φέξει ο Ιμπραήμ διατάσσει αποχώρηση.

 

Η μάχη του Αγίου Νικολάου είναι ένα ακόμα γεγονός που όσο κι αν τα βιβλία της επανάστασης του αφιερώνουν λίγες μόνον αράδες, σε μια περίοδο που ο εθνικός αγώνας το είχε μεγάλη ανάγκη, σφυρηλάτησε με το δικό του τρόπο την ενότητα ενός λαού, κι έδωσε προοπτική στο αίτημα για αυτοδιάθεση. Ένα ακόμα δείγμα ηρωισμού και πίστης στην αξία της ελευθερίας από ανθρώπους που πάλεψαν για αξίες, από απλούς ανθρώπους, άντρες, γυναίκες, παιδιά που άντεξαν το φόβο, τη δυστυχία, δάσκαλοι ήθους και αυταπάρνησης που αψήφισαν το θάνατο. Τα όσα συνέβησαν στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου συμπληρώνουν μια ακόμα ψηφίδα στο μωσαϊκό της ιστορίας μας που έμελλε να γεννήσει ένα κράτος ανεξάρτητο, ένα κράτος που στο πρώτο του σύνταγμα θέτει πάνω από όλα την ισότητα και την κοινωνική  δικαιοσύνη.

 

 

 

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ Τρίτη, Ιον. 6 2017 


Τα μοιρολόγια: Τραγούδια του κάτω κόσμου και του Χάρου
Βραχέα τινά περί των μοιρολογίων των Μανιατών: σχεδόν πάντες οι Μανιάται μοιρολογούσι, αλλά και εις έκαστον χωρίον της Μάνης ευρίσκονται δύο ή τρεις εξακουστοί μοιρολόγοι. Κατά πάσαν κηδείαν, ότε όλον περίπου το χωρίον συνέρχεται είς τον οίκον του νεκρού, συμμετέχον του πένθους, οι μοιρολόγοι ούτοι εξάρχουσι του θρήνου, επαινούντες εν τοις μοιρολογίοις των τον νεκρόν και παραμυθούντες τους οικείους αυτού. Συμβαίνει δε πολλάκις οι συγγενείς του νεκρού να αποκρίνωνται δι΄αυτοσχεδίων στίχων αδομένων τον αυτόν μονότονον ήχον των μανιάτικων μοιρολογίων και ούτω συνάπτεται σπαρακτικός διάλογος των θρηνούντων.
Το μοιρολόγια ενέχουσιν άτεχνον μεν αλλά περιπαθή ποίησιν, και λαμπροί αδάμαντες κοσμούσιν πολλάκις στίχους ερρυθμοτάτους. (Αγις Θέρος, από τη Λαογραφία 1, 1909 σελ. 125-126)
Αυτά γράφει το 1909 ο Άγις Θέρος σε παρουσίαση άρθρου δημοσιευμένου στη Les monde Hellenique με τίτλο Les complaintes maniotes στον πρώτο τόμο του περιοδικού Λαογραφία. Και ίσως αυτή είναι και η πρώτη αναφορά στη διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με τα μανιάτικα μοιρολόγια.
90 χρόνια αργότερα, το 1998 προλογίζοντας ο Ζήσιμος Λορεντζάτος την έκδοση μοιρολογιών από την περιοχή της Αβίας της Δυτικής Μάνης που συγκέντρωσε ο παππούς μου, γράφει: “Τα μοιρολόγια της Μάνης είναι ένα κελάρι με διαμαντικά της ζωντανής γλώσσας”. Και ως παράδειγμα παραθέτει το στίχο “Σπαθιά να βρέξεις, ουρανέ , μαχαίρια να χιονίσεις” σχολιάζοντάς τον ως “ποιητική σύλληψη που δεν θα την αποτολμούσε κανένας επώνυμος ποιητής”.
Τα μοιρολόγια που συνέλεξε ο παππούς μου το 1904, κατ’ εντολήν και προτροπή του συμπατριώτη του και μέντορά του, του πατέρα της ελληνικής Λαογραφίας Νικολάου Πολίτη, εκδόθηκαν με φροντίδα του ομιλούντος το 2000 και αποτελούν τη βασική μου αποσκευή για την αναφορά στα μανιάτικα μοιρολόγια.
Κι είναι αλήθεια ότι η συλλογή αυτή περιέχει μια βεντάλια μοιρολογιών που αντιπροσωπεύουν τις περισσότερες αν όχι όλες τις κατηγορίες που ο συστηματικός μελετητής θα μπορούσε να διακρίνει:
Στίχοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, στίχοι ιαμβικοί οκτασύλλαβοι, τραγούδια που αναζητούν την αλήθεια για τον κάτω κόσμο, και τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις συναντάμε ως εισαγωγή σε οκτασύλλαβους με τους οποίους κατά κανόνα αναφέρονται στον νεκρό και εξιστορούν τα πάθη του οι ζωντανοί.
Θεέ μου, και να ταξίδευα αντάμα με τον Χάρο,
να ‘ν΄ το ταξίδι μου μακρύ κι ο δρόμος μου μεγάλος,
να κάτσω να τον ερωτώ για τους αποθαμένους:
τι κάνουν οι άρχοντες στη γης και οι πτωχοί στον Άδη
κι αν μεγαλώνουν οι μικροί και γένονται μεγάλοι
κι αν ξαρρωσταίνουν οι άρρωστοι και γαίνου οι λαβωμένοι
κι αν έρχονται στον τόπο τους οι ξενοπεθαμένοι.

Τραγούδι του Κάτω Κόσμου, τραγούδι που καταθέτει τον προβληματισμό των ζωντανών: οι άρχοντες και οι πτωχοί πώς είναι κάτω από τη γη; οι μικροί μεγαλώνουν; οι άρρωστοι κι οι λαβωμένοι άραγε να γίνονται καλά; να θάβονται στον τόπο τους όσοι πέθαναν στα ξένα;
Μα αν αφαιρέσουμε την ερωτηματική εκφορά από τα πιο πάνω, θα διαπιστώσουμε ότι οι στίχοι αυτοί περιέχουν τα ευκταία των ζωντανών: οι άρχοντες και οι φτωχοί να έχουν την ίδια τύχη, τα παιδιά να μεγαλώνουν, οι άρρωστοι να γίνονται καλά και να θάβεται καθείς στον τόπο του.
Και σ’ άλλο, περιγραφικό θα λέγαμε, τραγούδι του Κάτω Κόσμου οι νεκροί δεν αποστασιοποιούνται από την κοινωνία στην οποία έζησαν. Εξακολουθούν να ζουν σ’ ένα είδωλό της, σε ένα είδωλο του επίγειου παραδείσου, που δεν είναι άλλος από τον τόπο τους με τις αγαπημένες συνήθειες. Με μόνη διαφορά ότι δεν επικοινωνούν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα: στερούνται της επικοινωνίας· εν τέλει της κοινωνίας!
Στην άκρη της Παράδεισος είν’ ένα περιβόλι,
στη μέση του περιβολιού μια κρυσταλλένια βρύση
κι έχουν οι νιοι το μπαρμπεριό και έχουν οι νιες λεκάνη
κι έχουν και τα μικρά παιδιά σγλύμπες και κολυμβούνε.
Κάθε Σαββάτο δειλινό πάνε οι νιοί στο μπαρμπεριό,
λούζονται, παρπερίζονται και σιάζουν τα μουστάκια τους
και κλαίγανε τα νιάτα τους:
-Μουστάκι μου καραμπογιά, που δε γνωρίσατε ντουνιά.
Κάθε Σαββάτο δειλινό πάνε οι νιες στο πλυσταριό
και πλένουν τα μαντίλια τους και κλαίουν τα στολίδια τους:
-Φουστάνια μου μεταξωτά, που δε γλεντήσατε ντουνιά.
Κάθε Σαββάτο δειλινόν παν τα παιδιά στο πλυσταριό,
πλένουν τα μαντιλάκια τους, κλαίγουν τα παιχνιδάκια τους.
Κάθε Σαββάτο δειλινό πάει και το παπαδικό
για να διαβάσει εσπερινό.

Κι αλλού:
…Θάρρεψες ‘τ’ είναι η κάτω γης ωσάν και την επάνω
…εκεί συν δυο δεν περπατούν, συν τρεις δεν κουβεντιάζουν
συν πέντε και συν τέσσεροι ταβερναριό δε στήνουν.
Ο κάτω Κόσμος: ένας κόσμο με τους δικούς του κανόνες. Η χριστιανική παράδοση τοποθετεί τη μεταθάνατον ζωή μεταξύ παραδείσου και κολάσεως. Κάτι ανάλογο μαθαίνουμε και από τον Αρμένιο Ήρα στην Πολιτεία του Πλάτωνα ο οποίος περιγράφει τη διαδικασία εισόδου στον Άδη με σημεία επαφής προς την Ιουδαϊκή-Χριστιανική παράδοση· κάθε ψυχή περνάει κατά την είσοδό της από την κρίση των δικαστών και οι δίκαιες ψυχές οδηγούντο στο χάσμα του ουρανού, ενώ οι άδικες στο χάσμα της γης. Κατόπιν όλες μαζί συγκεντρωνόντουσαν σε ένα λειμώνα όπου ρωτούσαν η μια την άλλη για την τύχη των δικών τους. Στα μοιρολόγια, όμως ο νεκρός περνά σε έναν κόσμο όπου όλα συμβαίνουν, μόνο που δεν επικοινωνεί. Στην παγκόσμια γραμματεία ανάλογη αντίληψη θα συναντήσουμε στο θεατρικό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ «Η μικρή μας πόλη». Εκεί οι ψυχές, η μια δίπλα στην άλλη, αλλά αποκομμένη η μια από την άλλη, παρατηρούν τα όσα συμβαίνουν στην καθημερινότητα της πόλης τους.
Για το θάνατο στα Τραγούδια του Κάτω Κόσμου ευθύνη δεν έχουν οι θνητοί· το θάνατο τον επιφέρει ο κυρίαρχος Χάρος:
Ο Χάρος είναι βασιλιάς, ο Χάρος είναι Ρήγας

Η παντοδυναμία του Χάρου τον ταυτίζει με το Θεό, καθώς και οι δύο ορίζουν τη μοίρα των ανθρώπων κατά τον ίδιο τρόπο· και οι δύο αποτελούν την δύναμη που δημιουργεί και καταστρέφει:
Έτσι είναι τούτος ο τουνιάς, σφαίρα είναι και γυρίζει,
ο Θεός βαστάει τη ζυγαριά και τον τουνιά γυρίζει,
ο Θεός ψηλώνει τις γενιές, ο Θεός τις εβυθίζει,
κανείς για το λωβόν λαχόν δεν πάει γυρεύοντάς τον·
ο Θεός φτιάνει τους λαχούς, ο Θεός τους διαμοιράζει
και όντινος λάχει ο λαχός, θέλει τον υποφέρει,
να τον πουλήσει δεν μπορεί, να τον χαρίσει όχι.

Τα Τραγούδια του Κάτω Κόσμου πρέπει να δεχτούμε ότι στην ουσία δε μιλούν για πεθαμένους αλλά για ζωντανούς. Μιλούν για την οργάνωση της κοινωνίας, για τον Ρήγα, που στα τραγούδια εμφανίζεται ως Χάρος ή Θεός, κι είναι ο εξουσιαστής που δίνει δύναμη στην κοινότητα -μιας και “ο Χάρος ηβουλήθηκε πύργο να θεμελιώσει” και που η δύναμη αυτή όταν φτάσει στο απόγειό της, θα οδηγήσει στη καταστροφή. Είναι ζωντανοί και πεθαμένοι που θέλουν να δουν στο περιβόλι τους, στο χωριό τους, να απλώνεται η ευτυχία, αλλά τα θανατικά που επιβάλλουν ο Χάρος, ο Θεός -τελικά η εξουσία- δεν το επιτρέπουν· και το θάνατο κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει και κανείς δεν τον επιζητά.
Ο Θεός ψηλώνει τις γενιές, ο Θεός τις εβυθίζει, όπως ακριβώς ο Χάρος τον Πύργο του τον έφτιασε τον τέλειωσε, βάνει φωτιά τον καίει.

Στα μοιρολόγια των Μανιατών η κάθε ανθρώπινη ζωή έχει τη δική της αξία και δεν υπάρχει συμψηφισμός στο θάνατο κανενός και για όποιο λόγο. Διαβάζω την μανιάτικη παραλλαγή του πολύ γνωστού σε όλους μας δημοτικού τραγουδιού “Του γιοφυριού της Άρτας”:
Σαρανταπέντε μάστοροι και εξήντα αποδότες
γιοφύρι εστεριώνανε στης Άρτας το ποτάμι
ολημερίς το χτίνανεν, το βράδυ τους εχάλα.
Βγήκε φερμάνι από βασιλιά να διώξει τους μαστόρους.
Πουλάκι διάει κι έκατσε στη μεσιανή κολόνα·
δεν εκιλάηδα σαν πουλί μήτε σα χελιδόνι,
μον’ εκελάηδα ανθρωπινά, ανθρώπινη λαλίτσα:
-Αν δε στοιχειώστε άνθρωπον, γιοφύρι δε θα κτίστε,
μηδέ πτωχός μηδ΄ άρχοντας,
μόνον του πρωτομάστορα, του Γιώργη τη γυναίκα.
Κι ο Γιώργης όπου τ’ άκουσεν πολύ του κακοφάνη·
-Γεια σου χαρά σου, Λέκω μου. -Καλώς τονε το Γιώργη·
Γιώργη, γιατί ‘ σαι κίτρινος, γιατί ‘ σαι μαραμένος;
-Λούσου, κτενίσου, Λέκω μου, και φόρα τα σκουτιά σου,
γιατί θενά σε χτίσουνε στης Άρτας το ποτάμι!
-Αγάλια-αγάλια, Γιώργη μου,
να λυκοδέσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα.
Τρεις αδελφούλες είχα ‘ γω και πήγαν κακοθάνατες·
η μια πνιχτή στη θάλασσα και η άλλη στα Παρίσα
και τρίτη η στερνότερη στης Άρτας το ποτάμι.
Και όπως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι
και όπως τρέμει τα μαλλάκια μου να τρέμει το ποτάμι.
(Τα Τραγούδια του Κάτω Κόσμου, εκδ. Το Ροδακιό, σ.116)
Στα βασικά του σημεία το τραγούδι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γνωστής παραλογής ‘Της Άρτας το γιοφύρι”.
Η μανιάτικη εκδοχή όμως, εκφράζοντας με τη σειρά της τους ανθρώπους του συγκεκριμένου τόπου, μετατοπίζει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος από το θεμέλιωμα του γιοφυριού στον άδικο χαμό της κόρης. Κι αν προσέξουμε το στίχο Βγήκε φερμάνι από βασιλιά να διώξει τους μαστόρους ο χαμός της επιβάλλεται από την εξουσία, καθώς ο βασιλιάς αποσύρει τους μαστόρους και παραγγέλλει τη θυσία της κόρης. Και κάτι ακόμα: είναι χαρακτηριστική η ανάγκη του Μανιάτη ή της Μανιάτισσας στιχουργού να μιλήσει με πραγματικούς όρους για την καθημερινότητά της κι έτσι προτού βγει από το σπίτι “λυκοδένει το παιδί” και “το χορταίνει γάλα”. Η πιο σημαντική όμως διαφοροποίηση σημειώνεται στους καταληκτικούς στίχους· στη μανιάτικη παραλλαγή αποβάλλεται από την κατάρα της κόρης το σχήμα του αδυνάτου, κάτι που στο τραγούδι, όπως μας τη διέδωσε και μας τη δίδαξε ο Νικόλαος Πολίτης, υπάρχει και λειτουργεί εξισορροπητικά με την αναδιατύπωση της κατάρας από την κόρη:
Αν τρέμουν τ΄ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι
κι αν πέφτουν τ΄ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες.
Το δικό μας τραγούδι τελειώνει με το δίστιχο:
…και όπως τρέμει η καρδούλα μου να τρέμει το γεφύρι
και όπως τρέμει τα μαλλάκια μου να τρέμει το ποτάμι.
Κι αν τα άγρια βουνά δεν τρέμουν, είναι βέβαιο ότι η καρδούλα της κόρης που έμελλε να στοιχειωθεί, έτρεμε και με το παραπάνω. Στη μανιάτικη παραλλαγή, λοιπόν, ο θάνατος του ατόμου δε δικαιολογείται, ακόμα κι αν επρόκειτο να εξυπηρετήσει το κοινό καλό. Η αυτοθυσία του ενός για χάρη των πολλών δε φαίνεται να είναι αποδεκτή στο τραγούδι μας, παρόλο που ο θάνατος και η θυσία, ως δραματικό στοιχείο, που επιβάλλεται στο άτομο για χάρη του κοινού καλού, είναι αναπόφευκτη.
Οι δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι περικλείουν τον καμβά των αντιλήψεων των Μανιατών για τον κόσμο και για την αγωνία τους αν θά ‘ναι η “κάτω γης ωσάν και την απάνω”, περιέχουν όσα ο κάθε ένας αναρωτιέται τη στιγμή που ο επιθανάτιος ρόγχος τον ειδοποιεί πως ήρθε η ώρα να περάσει τις πύλες του Άδη. Είναι η “νοσταλγία” του νεκρού για όσα άφησε πίσω του και η αγωνία γι’ αυτό που τον περιμένει. Είναι όσα ταλαιπωρούσαν τον σύντροφο του Οδυσσέα, τον Ελπήνορα, που γυρόφερνε για μέρες μεταξύ ζωντανών και νεκρών. Και δεν είναι εκείνα που ακούστηκαν από τα χείλη της Ανδρομάχης που έκλαιγε πάνω από το κεφάλι του νεκρού Έκτορα:

«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν’ αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ’ η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ’ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
….».
Το μοιρολόι της Τρωαδίτισσας είναι θρήνος γι αυτούς που μείνανε. Αυτοί θα νιώσουν την απουσία του νεκρού, αυτοί θα υποστούν τις συνέπειες του χαμού του. Το μανιάτικο μοιρολόι όμως, θρηνεί τον νεκρό, ή καλύτερα είναι θρήνος του ίδιου του νεκρού , ιστορεί τον θάνατό του, κι είναι οι νεκροί εκείνοι που νιώθουν την απουσία των ζωντανών και νοιάζονται γι’ αυτούς:
Πουλάκια μου αηδονάκια μου, το Μάη να μη λαλήστε·
αν ίσως και λαλήσετε στο σπίτι μου μη ‘ρθείτε,
τι έχω μανούλα θλιβερή και θλίβεται για μένα,
τι έχω αδελφάδες λυγερές και θλίβονται για μένα…

Κι ακόμα με το θρήνο των μοιρολογιών ο λόγος δίνεται στους ζωντανούς για να μιλήσουν για το νεκρό, να πουν την ιστορία του, “επαινούντες εν τοις μοιρολογίοις των τον νεκρόν και παραμυθούντες τους οικείους αυτού”, κι όχι να θρηνήσουν για την τύχη όσων άφησαν πίσω τους. Είναι εντέλει μνημόσυνα άσματα για πρόσωπα που χάθηκαν με τρόπο θαυμαστό. Ο στίχος μεταβάλλεται σε οκτασύλλαβο, συχνά άτεχνο, αρκετά συχνά με επιμονή στην ομοιοκαταληξία ανά δυστιχία. Στίχοι αφηγηματικοί με έντονα στοιχεία της παραλογής: τα πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, η διατάραξη της ισορροπίας, τις περισσότερες φορές με ένα φονικό, η δράση και, τέλος, η επίτευξη ισορροπίας με φονικό εκδίκησης:
Εκίνησε η Σταυριανή
να πάει στου πατέρα της.
Στο δρόμο που επήγαινε
απάντησε και τους εχθρούς.
Κανείς δεν της εμίλησε
μόνε ο ίδιος ο φονιάς:
-Μωρή καλώς τη Σταυριανή!
Κι αν πας και στου πατέρα σου
πες του να κάμομε καλά
για κείνονε τον παλιο Βέτουλα.
Ημείς κι αν τον εσκοτώσαμε
ημείς τον επληρώνουμε
πεντ’ εξι γρόσια ή επτά
και στην ακρίβεια του κι εννιά.
Εκείνη δεν τους μίλησε,
επή στου πατέρα της.
-Μωρή καλώς τη Σταυριανή,
να μην απάντησες εχθρούς;
-Στο δρόμο που ερχόμουνα
απάντησα και τους εχθρούς.
Κανείς δεν μου εμίλησε
παρά ο ίδιος ο φονιάς:
“Καλώς τηνε τη Σταυριανή!
Κι αν πας και στου πατέρα σου
πες του να κάμουμε καλά
για κείνονε τον παλιο Βέτουλα.
Ημείς κι αν τον εσκοτώσαμε
ημείς τον επληρώνουμε
πεντ’ εξι γρόσια ή επτά
και στην ακρίβεια του κι εννιά.”
Για δωσ΄μου, μάνα, τον σαλμά
για δώσ’ μου, μάνα, την ευκή,
έως ταχιά τ’ απομεσήμερο
κι ο Βέτουλας θα δικαιωθεί.
-Χαι, παιδί μου, στο καλό.

Στο δρόμο που επήγαινε
κατσικάκι μπέλαξε
-Έλα κοντά μου, σατανά,
για να σ’ τελέσω τη δουλειά.
Και πήρε πάνω τα βουνά,
τους έριξε μια μπαταριά
και σκότωσε πεντέξι-επτά.

Κι ανάλογα με το πρόσωπο και την ιστορία που αφηγούνται τα μοιρολόγια μετατρέπονται από εκείνα του γδικιωμού σε ιστορικά, όπως του Λια του Κατσή, ή συντηρούν στη μνήμη σημαντικά γεγονότα όπως η περίπτωση της βεντέτας που αποτυπώνεται στης Βγενικής ζυμωμένης με την κοινωνία των Μανιατών
Για ψήλωσε, μωρή συκιά,
να ξαγναντίσω το Μωριά,
της Καλαμάτας τα χωριά,
μην έρχεται ο Γληγόρης μου
που διάηκε να γιατρευτεί
και το κακό ν’ απαντηθεί.

Ηύρε γιατρό, γιατρεύτηκε
και το κακό απαντήθηκε:
στο δρόμο που ερχότανε
έγειρε απ’ την Τσίμοβα,
έγειρε της κουμπάρας του.
Του είπε η κουμπάρα του;
-Κουμπάρε, μη θέλεις ξεβγαλτή
νά ‘ρτω να σε ξεβγάλωσι.
Κείνου του φάνη προσβολή
και ντράπηκε να τους ειπεί.

Στο δρόμο όπου πήγαινε
βάζει σταρβά το φέσι
και κόντρα το τουφέκι.
Στη σγούρνα την αφαλωτή
απαντηθήκανε οι εχθροί
κι άλλος κανείς δε μίλησε,
μόνος ο Γληγόης μίλησε:
-Εχθροί π’ απαντηθήκαμεν
σα φίλοι να χωρίσομε.
Μιά το έβαλε μπροστά
του ρίξανε μια τουφεκιά
και τον αφήσανε κειδά
και δόθει ο λόγος στο χωριό
πως γίνηκ’ ένα φονικό
στης Βιενικής τον αδερφό.
…..
Χαρακτηριστική είναι η ακριβής αναφορά τόσο στις συνθήκες και στον τόπο που έγινε το φονικό, όσο και στον χαρακτήρα και το ήθος του προσώπου. Είχε τραυματιστεί -αρά ήταν μπλεγμένος σε βεντέτα- πήγε στην Καλαμάτα να γιατρευτεί: Η Καλαμάτα και όλος ο Μωριάς είναι έξω από τα σύνορα της Μάνης κι επομένως υπήρχε ασυλία που επέτρεπε την ανάρρωση. Γυρίζοντας, περνάει από την Τσίμοβα και στην αφαλωτή σγούρνα γίνεται η συνάντηση με τους “εχθρούς”. Ο ήρωας είναι περήφανος και δεν θέλει προστασία (ξεβγαλτή), ξεγνιαστός (βάζει στραβά το φέσι) και σίγουρος (κόντρα το τουφέκι).
Μοιρολόγια σαν κι αυτό αποσπώνται από τον αρχικό τους ρόλο: μετατρέπονται σε κιβωτό ιστορικής μνήμης του τόπου με έντονα στοιχεία διδακτισμού, ως προς τις αρχές λειτουργίας της κοινωνίας, τις συμπεριφορές και την ψυχολογία των ανθρώπων και τον αξιακό κώδικα των Μανιατών. Ένα τέτοιο είναι και το μοιρολόι του Λια του Κατσή:

Μια σκόλη και μια Κυριακή
και μιά Δευτέρα το πρωί
κίνησε ο Λιας ο Κατσής
να πάει στην Αερόπολη.
-Καλημερούδια πάρπα μου,
-Καλώς τον Λίαν τον Κατσή!
-Ε πάρπα μου Πετρόμπεη,
θέλω να πάω στην βαρβαρια΄,
που με καλεί ο βασιλιάς
να με κάνει υπασπιστή.
-Να βγάλεις συχωρετικό
μ’ όσους κι αν έφαγες ψωμί
και μ’ όσους έπινες κρασί.

Κι όλοι τον εξεβγάλανε
στην βάρκα τον εβάλανε
και το παπόρι σάλπαρε.
Τηρά ζερβά, τηρά δεξιά,
βλέπει της Μάνης τα χωριά
και το παπόρι αγκυροβόλησε
κι ο βασιλιάς περίμενε
και στην καρότσα κάθισε,
στ’ ανάκτορα τον πήγανε.
Αμέσως μπάλο διέταξε
κι ο βασιλιάς εδιέταξε
αμέσως μπάλος να γενή
κι η βασίλισσα ρωτά:
-Ποιος είναι κείνος που χορεύει μπροστά;
-Είναι ο Λίας ο κατσής,
της Μάνης αρχηγός!
-Αυτού του πρέπει βασιλιάς
και την κορόνα να βαστά.
Κι ο βασιλιάς σαν τ’ ακουσε αμέσως τραπέζι διέταξε.
Πρώτο ποτήρι που κερνά
ήταν του Λία του Κατσή
και μια σκληρή φωνή πετά
και του γραμματικού μιλά:
-Φέρε μου κόλλα και χαρτί
να κάμω μία επιστολή.

Ο Λιάς ο Κατσής πέθανε στη “Βαρβαριά” -σύμπτυξη Βάρβαρος και Βαυαρίας- ( ο τάφος του Λια βρίσκεται στο Μόναχο)και το μοιρολόι που θρηνεί τον θρυλικό για την ομορφιά και παληκαροσύνη Μαυρομιχάλη ανάγει τον γραμματικό του βασιλιά σε γραμματικό του Χάρου που ορίζει την μοίρα τον ανθρώπων:
Πάρτε με αητοί, στα νύχια σας, περδίτσες στα φτερά σας,
πάρτε με κι ανεβάστε με στους ουρανούς απάνω
να ιδώ τον τρίτο του ουρανού και τη στεριά του κόσμου
να ιδώ και τον γραμματικόν που γράφει κι αναγνώνει,
γράφει τους καλορίζικους με το δεξί του χέρι,
γράφει τους κακορίζικους με το ζερβί του χέρι.
Μα δεν του παίρναν το χαρτί, δεν τού ‘κοβαν τα χέρια!
Μα δεν του παίρναν το χαρτί, δεν τού σπαζαν την πένα,
δεν έχυναν την καλαμαριά που είχε το μελάνι!

Μοιρολόγια συναντάμε σε πολλές περιοχές της βαλκανικής και του ελλαδικού χώρου: μοιρολόγια από την Ήπειρο, από τη Χίο, από την Κύπρο… Εκείνο που τα ξεχωρίζει είναι η αντίληψη των ανθρώπων που κλείνουν μέσα τους. Και με τα μοιρολόγια τους -σεντούκι με διαμαντικά- οι Μανιάτες “τραγουδούν” τις δικές τους αξίες και τις ιδιαιτερότητες του τόπου τους, χωρίς περιορισμούς κι αναστολές, όπως έμαθαν μέσα στους αιώνες να ζουν, τραγουδούν ό,τι πιο πολύτιμο: την κοινωνία τους, το χωριό τους αλλά και την τιμή και το γδικιωμό και πάνω απ΄ όλα την αγάπη και την αφοσίωση για τους ανθρώπους τους:
Σπαθιά να βρέξεις ουρανέ, μαχαίρια να χιονίσεις,
κι εμένα απ’ τον αφέντη μου να μη με ξεχωρίσεις.

ΤΟ ΤΙΜΙΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΦΟΡΟ Τρίτη, Ιον. 6 2017 

Αριστείδης Ε. Φουτρίδης
Το τιμιότερο πρόσφορο. Επιστολές του Αριστείδη Ε. Φουτρίδη προς τον Χρίστο Ν. Λαμπράκη, τον Σωκράτη Β. Κουγέα και συγγενικά του πρόσωπα.

Το βιβλίο παρουσιάζει την πολυκύμαντη πορεία της σύντομης ζωής του Αριστείδη Φουτρίδη μέσα από τις επιστολές του προς τον Χρίστο Λαμπράκη, τον Σωκράτη Κουγέα και συγγενικά του πρόσωπα. Οι επιστολές αυτές ρίχνουν φως στο κύμα μετανάστευσης προς την Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα και σκιαγραφούν άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας του νεαρού Φουτρίδη: τους στενούς δεσμούς με την οικογένεια και τους φίλους του, την αστείρευτη αγάπη του για τη μόρφωση και τη φιλολογία, το ενδιαφέρον του για την πρόοδο του μαθητή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, το πάθος του για τη μετάφραση του λογοτεχνικού έργου του Κωστή Παλαμά. Κυρίως όμως προσφέρουν στον αναγνώστη μια γλαφυρή εικόνα του μαχητικού χαρακτήρα ενός μετανάστη από την Ικαρία, ο οποίος, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, κατόρθωσε με ακατάπαυστη και ευσυνείδητη πνευματική εργασία να διακριθεί και να πραγματώσει τους στόχους του.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι δάνειο από το μνημόσυνο άρθρο που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για τον Αριστείδη Φουτρίδη ένα χρόνο μετά τον θάνατό του.

Για το βιβλίο:

Ο δοκιμιογράφος και πεζογράφος, Κώστας Χατζηαντωνίου (βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης 2011) στην εδημερίδα Καθημερινή ( 18/6/2017, 500 λέξεις με τον Κώστα Χατζηαντωνίου): «… Και το τελευταίο [βιβλίο] που σας συγκίνησε;
«Το τιμιότερο πρόσφορο» (εκδόσεις ΜΙΕΤ). Οι επιστολές του Ικαριώτη καθηγητή του Χάρβαρντ Αριστείδη Φουτρίδη (1887-1923), που αποτυπώνουν το πάθος ενός χαρισματικού απόδημου για την Ελλάδα και τη σύγχρονη παρουσία της στον κόσμο.»